Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενα για τη μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενα για τη μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Απριλίου 06, 2008

Απεικονιστική (προγραμματική) και απόλυτη μουσική / απόπειρα παραδειγματικού ορισμού

Απεικονιστική (προγραμματική) μουσική: Παίρνω δύο προβατοκουδούνες και ως μέρος ή και όλον κάποιου έργου μου (συμφωνικό, δωματίου, ηλεκτρονικό, σόλο για 2 προβατοκουδούνες) τις κάνω να ηχούν παρόμοια με το να ήταν κρεμασμένες στους λαιμούς δύο κριαριών / "γκλαν-γκλαν τα σήμαντρα της ερημίας". Η ένταξή τους στο έργο θα είναι υπο/αναμνηστική.

Απόλυτη μουσική: Παίρνω δύο προβατοκουδούνες και παίζω "εβγάζοντας" οιαδήποτε σχήματα (αλλά και ήχους ορισμένους) δεν θυμίζουν το ήθος των ήχων που θα έβγαζαν αν ήταν κρεμασμένες στους λαιμούς δύο κριαριών. Η ένταξή τους στο έργο, (ακόμα και αν πρόκειται για έργο με σόλο προβατοκουδούνες) θα είναι δομική.

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008

ΟΙ ΡΩΜΑΛΕΟΙ ΠΑΝΔΟΥΡΙΣΤΕΣ Ι

Ὁμοίως καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει, ἐν ᾧ καὶ ὁ δρουγγάριος τῆς βίγλης παρίσταται, ἵσταται ὁ τοῦ μέρους τῶν Πρασίνων μαΐστωρ μετὰ καὶ ὀλίγων δημοτῶν μετὰ καὶ τῶν πανδουριστῶν μετὰ τῶν πανδούρων, καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ οἱ δύο Γότθοι φοροῦντες γούνας….. (από το ΓΟΤΘΙΚΟΝ του ΠΕΤΕΦΡΗ)
Ποίοι οι πανδουρισταί; Εύκολο, θα μου πείτε: αυτοί που παίζουν τις πανδούρες. Πανδούρα, αλεξανδρινή εξέλιξη της αρχαιοελληνικής λέξης «πανδουρίς», όργανο που, όπως λέει ο λεξικογράφος Πολυδεύκης*, οι Έλληνες το υιοθέτησαν από τους Ασσυρίους. «Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα** χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"· Πολυδ. (IV, 60): "τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα" (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· ήταν άλλωστε δική τους εφεύρεση)». Από την Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, του Σόλωνα Μιχαηλίδη –κυπρίου μαέστρου, συνθέτη και παιδαγωγού.

Η τρίχορδη πανδούρα των αρχαίων ελλήνων ήταν ένα όργανο μάλλον εξαιρεμένο από την διαδεδομένη μουσική πράξη, στην οποία δέσποζαν τα αρποειδή έγχορδα (λύρες, βάρβιτοι, κιθάρες κλπ), καθώς και ποικιλία αυλών και κρουστών). Ήταν όργανο μάλλον για περιθωριακή χρήση, δεν το απαντούμε σε παραστάσεις αγγείων. Το γνωρίζουμε από αυτό το χαρακτηριστικό άγαλμα Μούσας (Μαντινεία, 5ος π.Χ. αι) και από αγαλματίδια Ταναγραίων. Ίσως να προσιδίαζε στις γυναίκες αυτό το όργανο. Κάπου μάλιστα με πάει η εξ άπω ανατολής απόγονος της ασσυριακής πανδουρίδας. Λέτε, οι Ταναγραίες;

Να όμως και ένα αγαλματίδιο του 13 π.Χ αιώνα που κοσμεί το αρχαιολογικό Μουσείο της Χάιφας. Και σημιτικόν, δηλαδή, τ' αργανάκι.

Η μεσαιωνική εξέλιξη της πανδουρίδας μας οδηγεί στα όργανα με λαουτοειδή μορφή – βλέπετε το απολλώνιο τόξο δύο μουσικές ενσαρκώσεις μπορεί να πάρει, αυτή της άρπας και αυτή της πανδουρίδας.
Μετεξέλιξη των αρποειδών, τα τραπεζοειδή κανονάκια και σαντούρια και εξ αυτών τα εκ παραφθοράς των κυμβάλων (αλλού γι’ αλλού), τσίμπαλα και πιάνα. Της πανδουρίδος απόγονος , εις τα ημέτερα νεοελληνικά, ο ταμπουράς και το μπουζουκάκι.

Ωστόσο ο πολύτιμος Φαίδων Κουκουλές στο περιώνυμον ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ μας πληροφορεί ότι στα βυζαντινά χρόνια η λέξη "πανδουριστής" (αλλά και "φάνδουρος, ο") σημαίνει γενικώς τον οργανοπαίκτη και ειδικότερα τον σαλπιγκτή του Ιπποδρόμου, κάτι σαν τον συχωρεμένο γαύρον Αττίλιο (Βασίλη Δουρίδα), ήτοι «ρούλα-λά, ρούλα-λα, πράσινα καρούμπαλα». Μάλλον, τέτοιοι ήσαν και οι πανδουριστές του Γοτθικού. Σιγά μην ο δρουγγάριος έσερνε μαζί του λεπτεπιλέπτους μπουζουκτσήδες.

Και επειδή οι μακριές σάλπιγγες εκείνης της εποχής «εξέβγαζον» έναν θεμελιώδη ήχο και τους αρμονικούς του, οι σαλπιγκτές για να δώσουν ποικιλία στις εκφερόμενες μελωδίες τους, διέθεταν σάλπιγγες κουρδισμένες σε ποικίλους τόνους. Παίζανε διαδοχικά μελωδίες ισοδύναμες, αλλά επειδή ο ένας έπαιζε σε διαφορετικό τόνο από τον άλλο, δινόταν μια ηχητική εικόνα ενδιαφέρουσα. Και όταν στο Γοτθικόν μας λέει ότι τη μιαν ο ένας έπαιζε «νανά» και μετά ο άλλος «άγια», σημαίνει ότι του ενός η σάλπιγγα ήταν κουρδισμένη στον Γ’ ήχο και του άλλου στον Δ’ ήχο, (δηλ. σε τονιαία μεταξύ των απόσταση). Εφεδάκι που εν πολλοίς μου θυμίζει το εγερτήριον του στρατοπέδου μου, όταν ήμην και εγώ νέος, ωραίος και ρωμαλέος (καθότι και ταμπουρατζής).


* Ο Ιούλιος Πολυδεύκης έζησε περί τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Καταγόμενος από την Ναύκρατι της Αιγύπτου, σπούδασε και κατόπιν δίδαξε ρητορική στη Αθήνα. Έργο του σπουδαίο το ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ, λεξικό με λήμματα της αττικής διαλέκτου, του οποίου σώζεται επιτομή που συνέταξε τον 9ο αιώνα ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας.

** Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήναιος, όχι ο μπλόγκερ. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".

πανδουρίζω· παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

από την "Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής"
του Σ. Μιχαηλίδη

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2008

Περί "νανά" και "άγια"

ως γνωστόν κλικ στην εικόνα και μεγαλώνει....


...έτσι βιαστικά, σαν πρώτη νύξη ιδού μια φωτογραφία από το ΜΕΓΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ του Χρυσάνθου (εκδ. 1832, αναστατική έκδοση εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ - κυκλοφορεί). Προαναγγέλεται έτσι ένα θέμα περί των λέξεων "νανά" και "άγια" που χόρεψαν στο Γοτθικόν του Πετεφρή.

Πρόκειται για απηχήματα εκκλησιαστικών ήχων, δηλαδή για μικρές μελωδικές γραμμές οι οποίες με αμεσότητα μας δίνουν την ιδέα του μέλους (της μελωδικής γραμμής) που θα ακολουθήσει, σαν μια μικρή, επαρκής όμως προεισαγωγή, ή και σαν πρόσταγμα, σαν καθοδήγηση, που δείχνει τον δρόμο στον τραγουδιστή.

Περισσότερα σε επόμενο ποστ, να διαβάσω προσεκτικά πολύ το Γοτθικόν.

Νά σαι καλά Πετεφρή, μου άνοιξες την όρεξη για νέον "διδακτορικόν".


....και πρόσεξε: δεν είναι "ανα τε", είναι "ανανές", (και αμέσως μετά "ανεανές") δεν ξέρω αν διαβάζεις χειρόγραφο, ή μεταφορά του κειμένου στο έντυπο, πάντως δες και τον τροχό της φωτογραφίας που έχω παραθέσει. Τα απηχήματα είναι: Ανανές (Α' ήχος), Νεανές (Β' Ήχος), Νανά (Γ' ήχος) Άγια (Δ' ήχος) κλπ. ... δηλαδή αυτό που μοιάζει με u αλλά και αυτό που μοιάζει με καλλιγραφικό τ είναι αμφότερα παλαιογραφικές γραφές του Ν.

Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008

Μακρινές συγγένειες...

Ο φίλος Sraosha βρήκε και μου έστειλε αυτή τη διεύθυνση με παλιές ηχογραφήσεις παραδοσιακής γιαπωνέζικης μουσικής Gagaku.

Βρήκα μιαν ιδιότυπη ηχοχρωματική συγγένεια με αυτό που έχουμε στ' αυτιά μας σαν ανατολίτικο ήχο, κυρίως από δικές μας παλιές ηχογραφήσεις σμυρνέικων τραγουδιών. Ίσως το λυγμικό παίξιμο του δοξαριού των τοξοτών οργάνων και ο ήχος του κότο που τόσο συγγενεύει με το κανονάκι.Τη συγγένεια, επειδή είναι μακρινή, τη βρήκα, όχι κυττάζοντας (-ακούγοντας) το ψηφιδωτό, αλλά τις ψηφίδες.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

ΟΧΙ στις μουσικές σούπες

Συνταγή μουσικής σούπας
Υλικά:
λούπες: ήτοι, έτοιμες ηχογραφημένες φρασούλες, με δυνατότητα αυτοανακύκλωσης και μεταξύ των συρραφής, φρασούλες από διάφορα όργανα, σόλο ή και σύνολα, κρουστά, πνευστά, έγχορδα, κλασικά, λαϊκά, άπω ανατολής, εγγύς ανατολής, αφρικάνικα, αμερικάνικα, αφροαμερικάνικα, λάτιν, ό,τι βάζει ο νους σας.
πάτερνς: έτοιμες φρασούλες, πάλι, αλλά σε μορφή ηλεκτρονικού αρχείου που το διαχειρίζονται μουσικά προγράμματα (software), με δυνατότητα αυτόματης παραλλαγής τους, εμπλουτισμού τους, μεταφοράς τους κλπ.
αρμονικά στάνταρς: τυποποιημένες διαδοχές συγχορδιών που εγγυώνται επιτυχία, όπως Ι-VI-IV-V (στη Ντο ματζόρε κλίμακα: Ντο ματζόρε-λα μινόρε-Φα ματζόρε-Σολ ματζόρε). Εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και πάτερνς.
μελωδικά στάνταρς: μελωδικές ανακλάσεις των αρμονικών διαδοχών, δηλαδή μελωδίες που σχηματίζονται από ρυθμικές διαδοχές φθόγγων που απαρτίζουν τις συγχορδίες. Εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και έτοιμες λούπες.

Σκεύη: μουσικά προγράμματα τύπου Fruity loops, VST instruments (συνθεσάιζερς που ενσωματώνονται στο λειτουργικό του υπολογιστή) Cubase, Wavelab και πολλά περιφερειακά plugins.

Συσκευή: PC ή Mac

Εκτέλεση: Πρώτα φτιάχνουμε τη ρυθμική φόρμα. Η φόρμα πρέπει να οργανώνεται με βάση τις δυνάμεις του 2. Συνήθως συρράπτουμε 8μετρα. 2 οκτάμετρα εισαγωγή, 4 οκτάμετρα κουπλέ, 4 οκτάμετρα ρεφραίν που με την επανάληψη μπορεί να γίνουν 8 ή και 16.
Κατόπιν, ρίχνουμε στη φόρμα πρώτα τα αρμονικά στάνταρς και κατόπιν γαρνίρουμε με τα μελωδικά.
Το αποτέλεσμα το παραδίδουμε σε στιχουργό, ο οποίος με αντίστοιχες συνταγές παρασκευάζει στιχούργημα και γεννιέται τραγούδι.

Το αστείο είναι ότι έτσι δημιουργείται η σωρεία των τραγουδιών άμεσης κατανάλωσης που μας καταδυναστεύουν.
Το τραγικό είναι ότι πολλά νέα παιδιά χειριζόμενα τα ανωτέρω σκεύη και υλικά, ακολουθώντας την πεπατημένη και γεμίζοντας το YouTube και το Myspace αισθάνονται μοναδικοί. Μόνο που την μοναδικότητά τους συντροφεύουν δεκάδες χιλιάδες συνομήλικοί τους, αποθεώνοντας το μέσον και μάλιστα ασυνειδήτως.

Αν θέλετε να γνωρίσετε κάποια άλλα νέα παιδιά που δεν παρασκευάζουν, αλλά συνθέτουν μουσική, ελάτε να τα γνωρίσετε και να ακούσετε τις μουσικές τους ανησυχίες, τα έργα τους που θα παιχτούν από 25-28 Γενάρη στο Μέγαρο Μουσικής, από το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής σε διεύθυνση Θόδωρου Αντωνίου. Απογεματάκι 5 με 7μιση, στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, με ελεύθερη είσοδο-θα προμηθευτήτε λίγο νωρίτερα δελτία εισόδου από τα ταμεία του Μεγάρου.
συνδιοργάνωση: Ένωση Ελλήνων Μουσουργών
Το πλήρες πρόγραμμα :
25 με 28 Γενάρη 2008

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑ-ΒΕΡΟΛΙΝΟ,

Διαδρομές Κίνησης,

σειρά ΓΕΦΥΡΕΣ

Τα Εργαστήρια Σύγχρονης Μουσικής διοργανώθηκαν πρώτη φορά τον Μάιο του 1998 και έχουν καθιερωθεί ως ένας πολύ σημαντικός θεσμός για τους νέους έλληνες συνθέτες. Φέτος διοργανώνονται για όγδοη φορά στο πλαίσιο των εκδηλώσεων "Αθήνα-Βερολίνο, Διαδρομές ήχου κίνησης", σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών και με την πολύτιμη συμβολή του Ensemble Modern.

ΑΙΘΟΥΣΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25/1/2008, έναρξη 17.00
μικρά κοντσέρτα
Έργα των:
Σπυριδούλας Κατσαρού
Δήμητρας Κουκουτσέλου
Γιάννη Μητσιάλη
Ηλία Νικολαΐδη
Λίνας Τόνια

ΣΑΒΒΑΤΟ 26/1/2008, έναρξη 17.00
μικρά κοντσέρτα
Έργα των:Αντώνη Ανέστη
Ουίλλιαμ Αντωνίου
Εσθήρ Λέμη
Χρήστου Ξενάκη
Γιώργου Ρούσσου

ΚΥΡΙΑΚΗ 27/1/2008, έναρξη 17.00
ethnic
Έργα των:
Ελένης Αναγνωστοπούλου
Λευτέρη Παπαδημητρίου
Ανδρέα Παπαπέτρου
Βασίλη Τζαβάρα
Μελίνας Χρυσικοπούλου

ΔΕΥΤΕΡΑ 28/1/2008, έναρξη 17.00
ethnicΈργα των:
Μάριου Αριστόπουλου
Λευτέρη Βενιάδη
Φοίβου-Άγγελου Κόλλια
Παναγιώτη Λυκούδη
Μαριάνθης Παπαλεξανδρή-Αλεξανδρή

Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής
Μουσική διεύθυνση: Θόδωρος Αντωνίου

Σχολιασμός για κάθε μέρα χωριστά στα σχόλια (μέσα)

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2008

3 μικρά απαντημένα ερωτήματα για τον μουσικό πολιτισμό μας προς τους υψηλούς διαχειριστές του και τους χορηγούς επικοινωνίας

1ο ερώτημα:
Τον ξέρετε τον κύριο; (-γιατί καλέ, θα έπρεπε;)

[O John Corigliano είναι ένας από τους πιο διαπρεπείς και διεθνώς αναγνωρισμένους Αμερικανούς συνθέτες. Ανάμεσα σε διακρίσεις και βραβεία που έχει λάβει, ξεχωρίζουν αρκετά Grammy’s για ηχογραφήσεις έργων του, το βραβείο Pulitzer για τη Συμφωνία αρ. 2, το βραβείο Oscar για τη μουσική της ταινίας «The red violin» του Francois Girard (1997) και το βραβείο Grawemeyer για τη Συμφωνία αρ.1.

Η Συμφωνία αρ. 1, γραμμένη το 1991 για τη Συμφωνική Ορχήστρα του Chicago, είναι μια ελεγεία στη μνήμη φίλων και αγαπημένων ανθρώπων του συνθέτη, χαμένων από τη μάστιγα του AIDS. Πρόκειται για μια συγκινητική προσωπική απάντηση του συνθέτη, που συγκλονισμένος δημιουργεί με καθαρά μουσικούς όρους ένα έργο με απέραντη δύναμη, χρώμα, δράμα και εμβέλεια].


2ο ερώτημα:-Πείτε μου, παρακαλώ, ποιος χορηγός επικοινωνίας θα αρνιόταν να προβάλει με απανωτές διαφημίσεις στον τύπο, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση μια συναυλία σαν κι αυτήν:


Ο Θόδωρος Αντωνίου, διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε έργα, Aaron Copland "El Salón México", Γιώργου Κουρουπού "Ο μικρός ναυτίλος" (ποίηση Οδ.Ελύτη), Θόδωρου Αντωνίου "Κοντσερτίνο για κοντραμπάσο", John Corigliano "Συμφωνία αρ. 1". Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Παρασκευή 18 Ιανουαρίου, αίθουσα Φίλων της Μουσικής.

Η απάντηση δόθηκε στην πράξη και η αίθουσα Φίλων της Μουσικής (ποιοι είναι αυτοί αλήθεια;) ήταν άδεια κατά τα 4/5.

3ο ερώτημα:
Σας φαίνεται απίθανο στους επόμενους μήνες να δείτε σύσσωμα τα media να διαφημίζουν, όχι μία, αλλά 4 συναυλίες βασισμένες στην θεματολογία της συναυλίας της περασμένης Παρασκευής. Δηλαδή:

1) «Η μεγάλη ντίβα του ελληνικού και γιατί όχι του παγκόσμιου τραγουδιού Μ., τραγουδά αγαπημένα αμερικάνικα τραγούδια» (ξέρετε: «Να παίζει το τραντζίστορ τ’ αμερικάνικα» και πιο πίσω να σκάβει η Καμεράτα).
2) « Άπαντα Ελύτη, από τον αποκλειστικό μελοποιό του», (και αυτή τη φορά η ΚΟΑ πιο πίσω να σκάβει).
3) «Κοντσέρτο για λύρα και τεράστια λαϊκή συμφωνική ορχήστρα με σύμπραξη πάντων των εκσκαφέων (συγγνώμη) των ορχηστρών και χορωδιών» του Μ.
4) «Ελεγεία για το AIDS στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου» του Σ. (και η Συμφωνική της ΕΡΤ να πηγαίνει εκδρομή στο Πεκίνο).

Και η απάντηση φυσικά είναι: Αυτά θέλει ο λαός……..(μας).
Ως ψυχο θεραπεία συνιστώ το Αναπάντητο Ερώτημα (Unanswered Question) του Ives.

Κυριακή, Ιανουαρίου 06, 2008

ALEATORIA 1 (ένα μουσικό παιχνίδι για σας)

Ο όρος ΑΛΕΑΤΟΡΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (aleatoric ή aleatory music) δημιουργήθηκε τον 20ο αιώνα, για να προσδιορίσει ένα από τα πολλά ρεύματα του μοντερνισμού. Αλεατορικές είναι οι μουσικές συνθέσεις, όπου η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, της εκτέλεσής τους, αναλόγως προς τα πού ο συνθέτης έχει ζητήσει την συμμετοχή του παράγοντα "τύχη". Ο συνθέτης μπορεί να δώσει μια σειρά από επιλογές στους εκτελεστές, οι οποίες θα διαμορφώσουν με διαφορετικό τρόπο, κάθε φορά που το έργο εκτελείται, είτε τις δυναμικές, είτε την εκφραστικότητα, είτε την ρυθμική δομή, είτε την μελωδική δομή, ή και συνολικά τις μουσικές παραμέτρους, ενός έργου με αποτέλεσμα μιαν "ανοικτή φόρμα". Οι αλεατορικές συνθέσεις μολονότι μας φέρνουν στον νου συνθέτες του 20ου αιώνα, όπως ο Μπουλέζ, ο Στοκχάουζεν, ο Νόνο, έχουν παλαιότερες βάσεις. Ο Μότσαρτ είχε γράψει ολόκληρη μέθοδο για το πώς με την βοήθεια των ζαριών, μπορεί οποιοσδήποτε να γράψει μενουέτα. Άλλωστε alea στα λατινικά σημαίνει ζάρι.

Έφτιαξα για σας ένα παιχνίδι. Πήρα 15 ηχογραφημένα αποσπάσματα από μία σύνθεσή μου για τσίμπελ (συγκεκριμένα από τη σύνθεση ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΝΗ, ερμηνευμένη από την Αγγελίνα Τκάτσεβα) και σε μια πλατφόρμα που έφτιαξα με το POWER POINT, δίνω τη δυνατότητα στον παίκτη (εσάς που θα το κατεβάσετε), να επιλέξει τη σειρά με την οποία θα γίνει η διαδοχή των αποσπασμάτων αυτών. Αν ακολουθήσει κάποιος τη σειρα 1, 2, 3....,15 θα εκτελέσει τα τρία πρώτα μέρη της σύνθεσης ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΝΗ, όπως έχουν. Ανακατεύοντας τα αποσπάσματα, επαναλαμβάνοντας αποσπάσματα, ή και διαδοχές αποσπασμάτων, διακόπτοντας ένα απόσπασμα για να ακουστεί ένα άλλο, με όλους τους παραπάνω τρόπους φτιάχνει μια δική του σύνθεση. Μάλιστα μπορεί ο καθένας σας, πριν ξεκινήσει το παιχνίδι, να έχει ανοίξει την ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ από τα ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ των WINDOWS και να ηχογραφήσει την σύνθεσή του, (πρώτα ανοίγεις την ηχογράφηση, πατάς record, μετά ανοίγεις το αρχείο pps και ξεκινάς να παίζεις - όταν νομίζεις ότι τελείωσες, κλείνεις το pps, και μετά τερματίζεις την ηχογράφηση.)

Για να πάρετε μια ιδέα του παιχνιδιού, δείτε το βιντεάκι που ανέβασα. Θα ακούσετε και θα δείτε να εκτελείται ένα, μάλλον συντηρητικό, παίξιμο που έκανα εγώ, ως demo. Προσέξτε τον κέρσορα-το ποντικάκι, διακρίνεται ελάχιστα καθώς διατρέχει την πλατφόρμα και κλικάρει στα αποσπάσματα. Τα υπολοιπα θα τα καταλάβετε....

Καλή διασκέδαση.



κατεβάστε το παιχνίδι (αρχείο pps)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2008

Διάλογος με έναν σχολιαστή

Πριν διαβάσετε δείτε αυτό. Μετά αν θέλετε, ξανάρχεστε και διαβάζετε.


Το ποστ αυτό, συνέχεια του "Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως" οφείλεται στις οξυδερκέστατες παρατηρήσεις ενός ανώνυμου σχολιαστή. Ξεκινώ με αυτές και ακολουθεί μια απάντηση, ή καλύτερα ένας συμπροβληματισμός.
Ανώνυμος:Ήθελα να ξεστρατίσω, για να σταθώ λίγο στη φράση του σχολίου:
"Αυτό το οποίο σχετίζεται με το θέμα του ποστ, είναι το γεγονός ότι η πολυφωνία για να αναπτυχθεί χρειάζεται μία σημειογραφία ρυθμικά ακριβή", όχι για να διαφωνήσω, μα για να εκφράσω έναν προσωπικό προβληματισμό. Επειδή δεν αποκλείω σφάλμα, έλλειψη δεδομένων, παρακαλώ την διόρθωση.
Σαφώς η σημειογραφία, και ακόμα περισσότερο η ρυθμικά ακριβής, βοηθάει στην ανάπτυξη της πολυφωνίας, όσο η γραφή την ανάπτυξη του λόγου. Πέρα από τον επικουρικό ρόλο της όμως, είναι απαραίτητη;
Γνωρίζουμε πως ελλείψει της σημειογραφίας, οι μουσικοί της αραβοπερσικής μουσικής (αλλά και της ινδικής π.χ.) χρησιμοποιούσαν ένα ανεπτυγμένο (ή εκτεταμένο θα μπορούσε να πει κάποιος) ρυθμικό σύστημα για να διευκολύνουν την αποστήθιση πολλών και εκτενών μελών. Κάτι που στον λόγο απαντάμε παρόμοια στους διαφόρους ρυθμούς, στην προσωδία.
Από την άλλη, η πολυφωνία, τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και στα πέριξ, δεν είναι ανύπαρκτη. Απέχει βέβαια ευδιάκριτα από αυτή, παραδείγματος χάριν, του Παλεστρίνα τόσο αν εξετάσουμε το ύφος, όσο και τη λειτουργικότητα (εσωτερικό - εξωτερικό μέλος κ.τ.λ.), αλλά φαίνεται να μη την φθείρει η έλλειψη σημειογραφίας. Αν και άλλοτε σαφέστατα ακολουθεί μια ρυθμική αγωγή, άλλοτε την κρύπτει περίτεχνα, και άλλοτε δείχνει να την αγνοεί (τουλάχιστον να μην την ακολουθεί αυστηρά). Σ' αυτό βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει κάποια [επιχειρήματα].
Είναι ευνόητο πως μια σημειογραφία θα λειτουργούσε καταλυτικά στην περεταίρω ανάπτυξη της πολυφωνίας, αφού η ανάλυση και η επεξεργασία θα γινόντουσαν πολύ πιο εύκολα, πολύ πιο συστηματικά, αλλά είναι η έλλειψή της ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο;
;Αν καταφέρναμε ως δια μαγείας και βάζαμε σε μια γυάλα την εσωτερική και εξωτερική (εκκλησιαστική και μη) μουσική ανάπτυξη στον ελλαδικό χώρο από το 1814 και μετά, από την σταδιακή - συστηματική "αποκρυστάλωση" (τρόπος του λέγειν - σε αντιδιαστολή με την ρευστότητα) της μουσικής σημειογραφίας, έτσι ώστε να απομακρύναμε τις επιρροές από Δυσμάς, θα παρατηρούσαμε άραγε στη σημειογραφία διπλές, ή πολλαπλές σειρές μουσικών γραμμών, ομοίων προς τις περιπτώσεις της αρχαίας ελληνικής μουσικής (φωνής και οργάνου); Απάντηση σε αυτό θα ήταν εξίσου αδύνατη με την υλοποίηση των παραπάνω βέβαια, αλλά η αποφυγή της ερώτησης στο νου μου ομοιάζει στην αδυναμία.

Να προσθέσω άλλη μια σκέψη: Σε σχέση με το παραπάνω πρόβλημα, την ρευστότητα της προ Χρυσάνθου εκκλησιαστικής μουσικής σημειογραφίας, ηγέρθη στο μυαλό μου άλλη μια πρόκληση για σύνθεση (ενθυμούμενος το "Αντιμετωπίζω την σύνθεση ως «λύση προβλήματος»" του dsyk): Θα μπορούσαν οι "θέσεις", οι από μνήμης παραδοσιακές εκτελέσεις μιας αλληλουχίας συμβόλων να δομηθούν, χωρίς ρυθμική ακρίβεια στη σημειογραφία, εκτός από οριζόντια και κάθετα;

Απάντηση:
Η γενική χρήση όρων γεννά πάντοτε προβλήματα. Ο όρος πολυφωνία και ο όρος μονοφωνία χρησιμοποιούμενοι σε ένα γενικό πλαίσιο, χωρίς χρονικούς και γεωγραφικούς (αλλά και τεχνικούς εν τέλει) περιορισμούς μοιάζουν εύχρηστοι, ωστόσο το μόνο που μπορεί να προκύψει από μια τέτοιου είδους χρήση είναι η επιφανειακή ομαδοποίηση μουσικών γλωσσών. Ίσως ο τρόπος που χρησιμοποίησα τον όρο "πολυφωνία" στο ποστ "Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως" προϋπέθετε (ανεπιτυχώς) μια σειρά από υπονοούμενα και αυτό γέννησε αοριστίες που πρέπει να διασαφηνιστούν. Θα φέρω ένα παράδειγμα:
Ας πάρουμε την άρια "Nigra sum sed Formosa" από το έργο του Μοντεβέρντι Vespers della Beata Virgine. Ας υποθέσουμε ότι ο τενόρος είναι στο σπίτι του και προβάρει χωρίς συνοδεία. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίζαμε το τραγούδι του της συγκεκριμένης στιγμής ως μονοφωνική μουσική; Όχι. Ναι μεν ακούγεται μία φωνή, μόνη να τραγουδά, όμως η δομή του μέλους της και η μορφολογική του εικόνα έχει οργανωθεί επί τη βάσει ενός συστήματος που προέκυψε από τον διαρκή πειραματισμό επί αρμονικών κατακορύφων σχέσεων. Θέλω να πω ότι δεν είναι το συμβάν που καθορίζει τη γλώσσα, αλλά η γλώσσα δίνει υπόσταση στο συμβάν. Υπ’ αυτή την έννοια η εναρμόνιση από τον Καλομοίρη με τους δυτικούς κανόνες του "Τη Υπερμάχω" δεν αναδεικνύει πολυφωνικές δυνατότητες που εν υπνώσει ευρίσκονταν στο συγκεκριμένο μέλος (αλλά και σε όλη την μουσική παράδοσή του, στη μουσική γλώσσα που το δημιούργησε). Αναδεικνύει μάλλον την μουσική κοσμοθεωρία του "εναρμονιστή".

Ας έρθουμε τώρα στην λεγόμενη παραδοσιακή πολυφωνία, και πιο συγκεκριμένα στο γνωστό μας ηπειρώτικο "πολυφωνικό" τραγούδι. Το χαρακτηρίζουμε πολυφωνικό, επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε μέλος της ομάδας που το τραγουδά έχει μια διαφορετική μουσική δράση, έναν ρόλο. Οι ρόλοι είναι οι εξής:
Ο ρίχτης, αυτός που ξεκινά το τραγούδι, πού ρίχνει, ας πούμε την ατάκα: "Καλότυχα είναι τα βουνά ποτέ τους δεν πεθαίνουν". Συνεχίζει απαντώντας ο κλαύτης: "Αχ, ωχ, ωχ" και ο πάρτης πιάνει να λέει την κύρια μελωδία του τραγουδιού, ενώ ταυτόχρονα ο ισοκράτης κρατάει το ίσο, ο κλώστης κλώθει μια μελωδία περιστόλιστη γύρω από την μελωδία του πάρτη και ο κλαύτης παρακολουθεί με ρυθμικούς λυγμούς. Πρόκειται για πολυφωνία, ή μήπως αν αλλάζαμε τον όρο και μιλούσαμε για ετεροφωνία, για μία κατάσταση δηλαδή όπου ένας μελωδικός πυρήνας γεννά διαφορετικές παράλληλες εκδοχές μουσικής δράσης θα βρισκόμασταν πιο κοντά στο τελούμενο; Γιατί, άλλωστε, ποιο είναι το μνημονικό κλειδί για την εκτέλεση του ηπειρώτικου "πολυφωνικού" τραγουδιού; Η κύρια μελωδία του πάρτη. Οι υπόλοιπες φωνές-ρόλοι εξαρτούν από αυτήν την δράση τους. Άρα η μνήμη λειτουργεί μονοφωνικά, η δράση εκδηλώνεται ετεροφωνικά. Δεν πρόκειται λοιπόν για πολυφωνία. Και η σημειογραφία γενικώς, αλλά και ειδικώς η ρυθμικά ακριβής σημειογραφία δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καλλιέργεια αυτού του είδους.

Για να κατανοηθεί ο ρόλος της μουσικής σημειογραφίας πρέπει να αντιστοιχηθεί με αυτόν της γραφής. Η γραφή δεν είναι προϋπόθεση της γλώσσας. Ούτε της ομιλίας, ούτε καν της ποίησης. Είναι προϋπόθεση της επιστήμης και της αναπαραγωγής αντιτύπων έργων του λόγου, της διάδοσης του λόγου εν απουσία του ομιλούντος. Η σύνθεση, η εκμάθηση και απομνημόνευση μακροσκελών μουσικών έργων "αραβοπερσικής μουσικής" δεν απέχει πολύ από αυτό που έκαναν οι ραψωδοί. Το δακτυλικό εξάμετρο είναι για τους ραψωδούς ένα μαγικό μέσο που ρυθμίζει την μνημονική πλοήγηση. Κατ’ αναλογίαν τα λεγόμενα "ουσούλια", οι ρυθμικοί κύκλοι στους οποίους βασίζονται οι συνθέσεις της αραβοπερσικής μουσικής, δίνουν στον συνθέτη ένα πλαίσιο κατασκευής και στον ερμηνευτή ένα μνημονικό εργαλείο για μια γενική μορφολογική εικόνα: ξέρει ότι καθένας από τους τρεις χανέδες ( οι οίκοι, οι στροφές) της σύνθεσης "Σεμάυ σε μακαμ Μπεγιατί" του Ελ Αριάν απαρτίζεται από 6 κύκλους του ουσούλ "ακσάκ σεμάυ" (10/8). Να το πρώτο κλειδί. Το δεύτερο κλειδί είναι οι μικροϊστορίες μέσα σε μια μεγάλη ιστορία: Το μακάμ Μπεγιατί χρησιμοποιεί μια έκταση από συγκεκριμένους φθόγγους, καταμερισμένη σε περιοχές. Εντός κάθε περιοχής έχει προκαθοριστεί μια συγκεκριμένη διαδρομή (σεγίρ) από φθόγγο σε φθόγγο, με ενδιάμεσες στάσεις και καταλήξεις. Η βασική περιοχή και η διαδρομή της θα χρησιμοποιηθούν για τον πρώτο χανέ (στροφή) της σύνθεσης. Η μέση για τον δεύτερο, η ψηλή για τον τρίτο. Ανάμεσα σε κάθε χανέ θα παρεμβάλλεται ένα τεσλίμ (ρεφραίν, επωδός) απαρτιζόμενο και αυτό από 6 κύκλους, κινούμενο μελωδικά στην μέση και βασική περιοχή, ενώ μετά την τρίτη στροφή και το τεσλίμ θα ακολουθήσει ο πες χανές (coda, επίμετρον) στη βασική περιοχή και σε ρυθμό "γιουρούκ σεμάυ" (6/8), απαρτιζόμενος από δύο περιόδους των 8 κύκλων.
Όταν ακούμε να λέγεται ότι η αραβοπερσική μουσική έχει πάνω από 100 μακάμια, υπονοείται ότι πάνω σε ένα φθογγικό υλικό 31 φθόγγων που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, έχουν προγραμματιστεί 100 διαφορετικές διαδρομές, οι οποίες αν συνδυαστούν με ένα πλήθος από ουσούλια (12 κατά βάση), δίνουν ένα μεγάλο αριθμό συνδυασμών, δεδομένου ότι σε μία περίπλοκη σύνθεση μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραπάνω από δύο ουσούλια, και περισσότρα του ενός μακάμια. Ρυθμική φόρμα, λοιπόν, και γνωστές μελωδικές ιστορίες είναι τα μνημονικά κλειδιά της αραβοπερσικής μουσικής που αναπτύχθηκε χωρίς παράλληλα να αναπτύξει σημειογραφία.

Η Βυζαντινή μουσική αναπτύσσει σύστημα σημειογραφίας κατ’ αρχάς στο περιθώριο της γραφής. Οι ύμνοι, τα κοντάκια, οι κανόνες, γράφονται επειδή ο όγκος τους τεράστιος, είναι αδύνατον να συγκρατώνται από μνήμης. Η ανυπαρξία μουσικής σημειογραφίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δείχνει ότι στην μνήμη έχει εναποτεθεί η εκτέλεση μιας σειράς από λίγους λατρευτικούς ύμνους. Η άνθιση εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής από τους μελωδούς και μετά, καθιστά απαραίτητη την ανάπτυξη μουσικής σημειογραφίας. Ο όγκος. Κι όταν αργότερα την εποχή του Ησυχασμού (10ος – 14ος αι.), η ποίηση υποχωρεί έναντι της μουσικής, η μουσική ως εγγύτερη στο άυλον προκρίνεται και αναπτύσσονται οι εκτενείς μουσικές φόρμες πάνω σε μικρά κείμενα (μέσω των αναγραμματισμών-ανασυλλαβισμών και της αποδόμησης του ποιητικού κειμένου) συνθέσεις που συναντάμε στον Κλαδδά και στον Κουκουζέλη, τότε η σημειογραφία αναπτύσσεται και καθίσταται άκρως απαραίτητη. Η ρυθμική ρευστότητά της είναι επιλογή αισθητική, διότι κατά την χορωδιακή εκτέλεση η ρυθμική ομοιογένεια διασφαλίζεται από το χέρι του μαΐστορος που ζωγραφίζει την εκάστοτε ρυθμική απόδοση με τη χειρονομία. (Τι παράξενο; Η Βυζαντινή Αναγέννηση, όπως ονομάζεται, προκρίνει μίαν εκκλησιαστική μουσική που αποδομεί τον λόγο. Η αποδόμηση του λόγου μέσω της πολυφωνίας, διακόσια χρόνια αργότερα, στην Δυτική Αναγέννηση παρ’ ολίγον να γίνει αιτία επιστροφής στο γρηγοριανό μέλος).
Ο ησυχασμός και η φιλοκαλία, ως πνευματικά ρεύματα, οδηγούν την εκκλησιαστική μουσική της ανατολής σε εκτεταμένες μουσικές φόρμες και παρατείνουν την ζωή της μονοφωνικής τροπικής μουσικής, επειδή οι εκτεταμένες αυτές φόρμες αναζητούν και βρίσκουν νέους τρόπους διάπλασης ήθους, μέσα από μονοφωνικά μονοπάτια, συνεχίζοντας την αρμονική παράδοση της αρχαιοελληνικής μουσικής που εν πολλοίς ομοιάζει και με την μουσική του μακαμ. Το ρεύμα του Ησυχασμού, όπως εκφράστηκε στη μουσική αναπτύχθηκε και διερευνήθηκε μουσικά μόνο μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Η οργανική εξωτερική μουσική παρέμεινε στον κοσμικό της ρόλο. Αντίθετα, η δυτική εκκλησιαστική ποίηση, δεν πέρασε τα στάδια εξέλιξης της ανατολικής. Το λατρευτικό τυπικό επίσης παρέμεινε στοιχειώδες. Ο πολυφωνικός πειραματισμός αναπτύσσεται εκεί, θα μπορούσαμε να πούμε, ως παροχέτευση ενέργειας που λείπει από την ποίηση. Η απλή ποιητική φόρμα, η οποία οδηγεί σε παλιλλογίες εκλαμπρύνεται από την πολυφωνική επαναδιατύπωσή της. Τεχνικά, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς σημειογραφία ρυθμικά ακριβή, ή και χωρίς καθόλου σημειογραφία; Ίσως, αν δεν είχαν οριστεί τα πλαίσια των κατακόρυφων συνηχήσεων μέσα από ένα δυιστικό σύστημα: συμφωνία-διαφωνία, σύστημα που κατά πολύ αναδείχτηκε μέσα από τους θεωρητικούς προβληματισμούς γύρω από την οργανοχρησία και το κούρδισμα των οργάνων. Ο συγχρονισμός που απαιτείται για την εκτέλεση μιας σύμφωνης συνήχησης και πολύ περισσότερο για την εναλλαγή συμφώνων και διαφώνων συνηχήσεων, απαιτεί ρυθμικά ακριβή σημειογραφία, ιδίως αν οι μελωδίες που παράγουν αυτό το αποτέλεσμα δεν αναπτύσσονται σε σχέση εξάρτησης με μία βασική. Διότι μπορεί η πρώιμη πολυφωνία να ξεκίνησε με τη μορφή του organum ως ομοφωνική (παράλληλες μελωδίες, ρυθμικά όμοιες, με διαφορά ύψους), τα εργαλείο όμως της ακριβούς σημειογραφίας επέτρεψε τον έλεγχο, τόσο της οριζόντιας, όσο και της κατακόρυφης δομής, διαφυλάσσοντας τις αξίες του δυιστικού συστήματος συμφωνία-διαφωνία.
Κατά μακρινή αναλογία της Ηπειρώτικης ετεροφωνίας, υπάρχουν παραδοσιακές λαϊκές πολυφωνίες στην δυτική εκκλησία, αλλά και στην επτανησιακή μας παράδοση. Κοινά στοιχεία η κύρια μελωδία και οι ρόλοι των συντελεστών. Μοιάζουν κατάλοιπα της ars antiqua. Κάπως έτσι λειτουργεί και η γεωργιανή πολυφωνία. Δεν πρόκειται όμως για γνήσιες πολυφωνίες, μάλλον πρόκειται για υβριδικές καταστάσεις, όπου επιμειγνύονται αρχές της μονοφωνίας με αρχές που διέπουν την κατακόρυφη συνήχηση, ή ακόμα και την τονική-δομική-συστηματική αναφορά. Είναι σαν να μιλάμε για πολυφωνία στην βυζαντινή μουσική εννοώντας ως δύο γραμμές το κύριο μέλος και το ισοκράτημα. Να σημειώσουμε τέλος ότι σώζονται χειρόγραφα στο Όρος, όπου είναι σημειωμένη κάτω από το κύριο μέλος πέραν του ισοκρατήματος, μία, όπως λέγεται, "συνηχητική γραμμή". Η συνηχητική γραμμή πλήρως εξαρτημένη από το κύριο μέλος, το αναπαράγει κατά μία 3η χαμηλότερα, σαν primo-seconto. Η τεχνική αυτή, γέννημα μάλλον του τέλους του 19ου αιώνα, δεν αναπτύχθηκε, ουδέποτε κυριάρχησε, και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε.

Φαίνεται ότι η πολυφωνία έτσι όπως την εννοούμε μέσα από τα έργα των πολυφωνιστών της δύσης από τον 15ο αιώνα και μετά, εξερευνάται και αναπτύσσεται μέσα στο δυιστικό σύστημα συμφωνία-διαφωνία και προϋποθέτει την ρυθμικά ακριβή σημειογραφία. Παρ’ όλο που ο Σένμπεργκ ξεπερνά το αξιακό σύστημα συμφωνία-διαφωνία, τον βλέπουμε ωστόσο να διατηρεί στο έργο του τις αξίες των μορφικών αναπτύξεων που έχει γεννήσει η πολυφωνία πριν από αυτόν, δηλαδή όλες τις πολυφωνικές τεχνικές του κανόνα, της αντιστροφής και αναστροφής μελωδιών κλπ. Αν οι αναζητήσεις στραφούν εκτός του αξιακού ζεύγους συμφωνία-διαφωνία, θα μπορούσαν – το αποδεικνύουν άλλη μια φορά οι μοντερνιστές του 20ου αιώνα – να δημιουργηθούν και να συνηχήσουν πολλά αντιθετικά μεταξύ τους ηχητικά γεγονότα. Η σημειογραφία αυτής της μουσικής – παράδειγμα τα περισσότερα έργα του Γιάννη Χρήστου – δεν χρειάζεται να είναι ρυθμικά ακριβής, δεν χρειάζεται καν πεντάγραμμο. Στην ακραία δε μορφή του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού δεν είναι απαραίτητη η σημειογραφία.

Έχω ήδη επεκταθεί πολύ. Ας μου επιτραπεί να σταματήσω και να επιφυλαχθώ να αναπτύξω την "γυάλα της μεταχρυσανθίου εποχής" σε ένα επόμενο ποστ, με αρκετή δόση φαντασίας, ζηλώσας την δόξαν του Πετεφρή στο "ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΘΡΑΥΣΘΕΝΤΟΣ ΣΒΕΡΚΟΥ".

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως

μικρή ανακεφαλαίωση του προηγουμένουΤο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής μουσικής παραγωγής από ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα έχει απολεστεί. Αντίθετα, το σύνολο των αρχαιοελληνικών μουσικών θεωρητικών συγγραμμάτων έχει διασωθεί. Κατά τους διάδοχους χριστιανικούς χρόνους, οι εκδότες-αντιγραφείς, με κριτήριο τη ζήτηση της αγοράς, (το ενδιαφέρον των ιδιωτών, των βιβλιοθηκών, των αναγνωστών), αλλά και με ιδεολογικά-θρησκευτικά κριτήρια (αποφυγή σκανδαλισμού) προέκριναν την αναπαραγωγή των θεωρητικών συγγραμμάτων ως διαχρονικώς επωφελών , έναντι των εκδόσεων μουσικών έργων (παρτιτούρες) που θα ήσαν οι πλέον αυθεντικοί "ανταποκριτές" τού αρχαιοελληνικού μουσικού πολιτισμού. Η σπανίς οδήγησε τα μουσικά αυτά κείμενα στον αφανισμό και καθιστά την εικόνα μας για την αρχαία μουσική της θυμέλης ελλιπέστατη.

Για να πάρετε μιαν εικόνα της διασωσμένης αρχαιοελληνικής μουσικής σας παραπέμπω στο site του φίλτατου Παναγιώτη Στέφου ιδρυτή του συγκροτήματος
ΛΥΡΑΥΛΟΣ



το κυρίως νέον ποστ

Χρησιμοποιώ παράλληλα με τον όρο "αρχαιοελληνική μουσική", τον καταχρηστικό όρο "μουσική της θυμέλης", για να δηλώσω την μουσική της περιόδου από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως και τον 5ο μ.Χ. που σχετίζεται αποκλειστικά με το "παγανιστικό" πλαίσιο (φιλοσοφία-θρησκεία) του αρχαιοελληνικού μουσικού πολιτισμού. Διότι τυχαίνει να έχει διασωθεί σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία και ένας πρωτοχριστιανικός ύμνος στην Αγία Τριάδα, που ψαλλόταν στην αρχήν εκάστου έτους, και που βρέθηκε στην πόλη Οξύρρυγχος. (Πάπυρος 1786 Οξυρρύγχου, ύστερος 3ος μ.Χ. αι., Papyrology Rooms, Sackler Library, Oxford)

Κλικ & ακούτε ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ,
ψάλλει ο Μιχάλης Στέφος και χορωδία,
Συγκρότημα Αρχαιοελληνικής Μουσικής ΛΥΡΑΥΛΟΣ








[ΣΕ ΠΑΤΕΡ ΚΟΣΜΩΝ, ΠΑΤΕΡ ΑΙΩΝΩΝ, ΜΕΛΠΩΜΕΝ] ΟΜΟΥ, ΠΑΣΑΙ ΤΕ ΘΕΟΥ ΛΟΓΙΜΟΙ ΔΟ[ΥΛΟ]Ι. ΟΣΑ Κ[ΟΣΜΟΣ] [ΕΧΕΙ ΠΡΟΣ ΕΠΟΥΡΑΝΙΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕΛΑΩΝ ΠΡ]ΥΤΑΝΗΣΩ ΣΙΓΑΤΩ ΜΗΔ’ ΑΣΤΡΑ ΦΑΕΣΦΟΡΑ Λ[ΑΜΠ]ΕΣΘΩΝ [ΑΠ]ΟΛΕΙ[ΟΝΤΩΝ] Ρ[ΙΠΑΙ ΠΝΟΙΩΝ, ΠΗΓΑΙ] ΠΟΤΑΜΩΝ ΡΟΘΙΩΝ ΠΑΣΑΙ ΥΜΝΟΥΝΤΩΝ Δ’ ΗΜΩΝ [Π]ΑΤΕΡΑ ΧΥΙΟΝ, ΧΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΠΑΣΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΠΙΦΩΝΟΥΝΤΩΝ ΑΜΗΝ ΑΜΗΝ. ΚΡΑΤΟΣ, ΑΙΝΟΣ [ΑΕΙ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΘΕΩ] Σ[ΩΤ]Η[ΡΙ] ΜΟΝΩ ΠΑΝΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΑΜΗΝ ΑΜΗΝ.
(το διασωσμένο μέλος ξεκινάει από το ΣΙΓΑΤΩ).


Ο Οξύρρυγχος ήταν αρχαία πόλη στην Άνω Αίγυπτο, στη δυτική όχθη της κοιλάδας του Νείλου, ονομασμένη από το ομώνυμο ψάρι της οικογένειας των ακιπενσεριδών, το οποίο οι κάτοικοί της, σημειωτέον, θεωρούσαν ιερό και δεν το έτρωγαν. Μάλιστα πολέμησαν λυσσαλέα τους "ασεβείς" γείτονές τους, τους Κυνοπολίτες, οι οποίοι εύρισκαν τον οξύρρυγχο νοστιμότατον. Η πόλη Οξύρρυγχος είναι σε μας γνωστή από μια σειρά παπύρων που ανακαλύφθηκαν σε εκεί ανασκαφές, πάπυροι με κείμενα στην ελληνική, την ρωμαϊκή, την εβραϊκή, την αιγυπτιακή, την κοπτική, την συριακή και την αραβική γλώσσα, πάπυροι που χρονολογούνται από το 250 π.Χ. έως το 700 μ.Χ. Μεταξύ των ελληνικών παπύρων βρέθηκαν αποσπάσματα λυρικών ποιητών, αποσπάσματα έργων αρχαίου δράματος, αναρίθμητα ρητορικά και ιστορικά, τμήματα από ομηρικά και αλεξανδρινά έπη. Και 14 ράκη παπύρων με κείμενα και μουσική σημειογραφία, που χρονολογούνται από τον 2ο έως και τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι περισσότεροι με λυρική ποίηση. Τα λείψανα που σώζονται σε αυτούς τους καταρρακωμένους παπύρους, ελάχιστα μπορούν να συνεισφέρουν στην εικόνα της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Έχουν αξία, μάλλον, ως πειστήρια υπάρξεώς της.

Το θέμα μας όμως βρίσκεται παραπλεύρως όλων αυτών. Να υπενθυμίσουμε πρώτα, ότι η αρχαία ελληνική σημειογραφία έχει δύο οικογένειες αλφαβητικής μορφής συμβόλων, η μία για την φωνητική και η άλλη για την οργανική μουσική. Τα σύμβολα αυτά έμπαιναν πάνω από το ποιητικό κείμενο. Έτσι, ένα κείμενο που θα τραγουδιόταν μόνο, όπως το επιτύμβιο του Σεικίλου, έχει μόνον σύμβολα φωνητικής γραφής πάνω από κάθε συλλαβή, ενώ ένα κείμενο όπως ένα χορικό που θα παιζόταν με συνοδεία αυλού έχει δύο σειρές μουσικών συμβόλων, μία για τη φωνή και μία για το οργανικό μέρος της μουσικής. Είδαμε στο προηγούμενο ποστ, ότι η αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία σταδιακά μέχρι τον 4ο με 5ο μ.Χ. αι. καταργήθηκε, ενώ αναδύθηκε ένα νέο χριστιανικό υποτυπώδες σύστημα σημειογραφίας μέσα από τους τόνους της ελληνικής γραφής, οι οποίοι τόνοι, γραμμένοι με κόκκινο μελάνι στα κείμενα των ευαγγελισταρίων υπενθύμιζαν στους, όχι απαραιτήτως ελληνόγλωσσους, ιερείς τον σωστό τονισμό. Και επειδή η οξεία πάει τη φωνή ψηλά, η βαρεία χαμηλά, η περισπωμένη την κυματίζει, τα σύμβολα αυτά περιείχαν εν σπέρματι και κάποια ιδέα μέλους. Αναλόγως του ταλάντου του, κάθε ιερέας θα μπορούσε με αυτά τα στοιχειώδη σύμβολα να διαβάσει "εμμελώς" το ευαγγέλιο, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα. Αυτά τα σύμβολα αργότερα μετεξελίχθηκαν στην νευματική μουσική γραφή και από αυτήν προήλθαν μετά από διάφορα εξελικτικά στάδια δύο κλάδοι σημειογραφίας, η παρασημαντική για τους ανατολικούς και το πεντάγραμμο για τους δυτικούς.


Αφήνω τα ενδιάμεσα στάδια και φτάνω στον 19ο αιώνα όπου έχουμε σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης του ’21, μιαν αναθεωρητική πρόταση για την βυζαντινή μουσική σημειογραφία από τον Χρύσανθο Μαδυτινό, επίσκοπο Διρραχίου (χρησιμοποιώ την γραφή Διρράχιον, της πρώτης έκδοσης ΜΕΓΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ του Χρυσάνθου). Την εποχή αυτή είχε τεθεί έντονα το ζήτημα της αναθεώρησης της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής γραφής, επειδή οι διάφορες μορφές της, παλαιές και νεότερες, ήσαν εν πολλοίς ασαφείς και ρευστές. Μέχρι που κάποιοι εισηγούντο ακόμα και την μετάβαση από την παρασημαντική στην χρήση του πενταγράμμου για να θεραπεύσουν την μουσική ασυνεννοησία μεταξύ των ψαλτών διαφορετικών σχολών. Αν κάποιος εξετάσει το σύνολο της καταγεγραμμένης μέχρι τον Χρύσανθο μουσικής με το σύστημα της παρασημαντικής , δεν θα βρει παρά ελάχιστα δείγματα μη εκκλησιαστικής μουσικής, εξωτερικού μέλους (δηλαδή εξωεκκλησιαστικού), όπως ονομαζόταν εν τω συνόλω της η εθνική, ή η λαϊκή μουσική, από τους Βυζαντινούς και τους μεταβυζαντινούς ελληνορθοδόξους. Και αυτά τα ελάχιστα δείγματα εξωεκκλησιαστικής μουσικής, εν πολλοίς ασαφώς ως προς τον ρυθμό έχουν καταγραφεί. Διότι, η εκκλησιαστική μουσική σημειογραφία προ του Χρυσάνθου με την ρευστότητά της κυρίως ως προς τον ρυθμό, επέτρεπε την καταγραφή μόνον εκκλησιαστικού ύφους μελωδιών, στηριζόμενη στην συνεπικουρία τής από μνήμης παραδοσιακής εκτέλεσης μιας αλληλουχίας συμβόλων. Με αυτόν τον στενό προσανατολισμό τής μουσικής σημειογραφίας διασφαλιζόταν -ίσως όχι απολύτως συνειδητά- η στεγανότητα του εκκλησιαστικού ύφους, έναντι των εξωτερικών (εθνικών ή λαϊκών) επιδράσεων. Ο Χρύσανθος εισηγήθηκε μια γραφή που εν πολλοίς βασιζόταν στην παλαιά παρασημαντική, αλλά ήταν πλέον πλήρως διασαφισμένη, ως προς την ρυθμική ενέργεια των συμβόλων της. Η σημειογραφία αυτή, εν χρήσει έως και σήμερα, ως εκ της καταγωγής της, είναι ικανή στο να περιγράψει φωνητικές κινήσεις του εκκλησιαστικού μέλους, επιτρέπει ωστόσο, αίτημα της εποχής του, την καταγραφή συγγενών προς αυτήν μελωδιών (πχ οθωμανική , περσική μουσική). Και από τον Χρύσανθο και μετά ανθούν οι με χρυσάνθια γραφή εκδόσεις οθωμανικών και δημωδών ασμάτων. Τι όμως διασφάλισε η σεβαστή μας παρασημαντική από τον γεννήτορά της 5ο αιώνα έως και τον Χρύσανθο, αλλά και μετά τον Χρύσανθο, αφού τόσους αιώνες το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι; Δύο πράγματα: την συντήρηση μιας αυστηρής εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης, αλλά και τον αποκλεισμό μιας οργανικής μουσικής επισήμου, τη συνεπικουρία σχετικών εκκλησιαστικών συνόδων.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε στην ανάγκη να μιλάμε για την "παράδοσή" μας, ας τα έχομε αυτά υπ’ όψιν για να αιτιάζομε σχετικούς προβληματισμούς μας, (όχι για το τί ανήκει σε αυτήν, αλλά για το πώς κάτι δεν αναπτύχθηκε μέσα σε αυτήν).
η εικόνα προέρχεται από την ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ του Στέφανου Δομέστιχου (εκδ. 1843)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

Να τον φουρκίσομεν (κατόπιν ψηφοφορίας),

ή Η μουσική της φιλοσοφίας μας, ή Περί μουσικού λογιοτατισμού (ή και Περί χρηστικότητος).

Την ιστορία της μουσικής, όπως την ξέρουμε, την αρχίζουμε από τους αρχαίους χρόνους, βασιζόμενοι σε παραστάσεις αιγυπτιακές, χετιτικές, βαβυλωνιακές, περσικές, σε περιγραφές μέσα από κείμενα, και στα λείψανα της αρχαιοελληνικής μουσικής. Σε ολίγα μουσικά κομμάτια διασωσμένα σε παπύρους και σε ολίγες επιγραφές (το επιτύμβιο του Σεικίλου η πλέον γνωστή και πλήρως εσωσμένη), καθώς και σε παραστάσεις και σε ολίγα θραύσματα οργάνων. Κυρίως όμως στα θεωρητικά έργα των αρχαίων θεωρητικών. Το σύστημα της αρχαίας μουσικής σημειογραφίας, όπως και η αρχαιοελληνική θεωρία της μουσικής, με πληρότητα σχεδόν διασώζονται στα συγγράμματα των αρχαίων θεωρητικών, που απορεί κανείς γιατί εσώθησαν αυτά, ενώ σύσσωμος η αρχαία μουσική παραγωγή χάθηκε (οι παρτιτούρες). Όλα τα σωσμένα μουσικά κείμενα, τα περισσότερα με κενά, ή ημιτελή, (10 αιώνων παραγωγή από το αρχαιότερο ως το νεώτερο σωσμένο) γεμίζουν δεν γεμίζουν ένα CD –ένα CD που θα μπορούσε να γεμίσει μόνο με τη μουσική και τα χορικά μιας τραγωδίας του Ευριπίδη. Μοιάζει δηλαδή σαν να βρεθούμε μετά από αιώνες, να έχουμε στα χέρια μας το θεωρητικό έργο του Κρένεκ για το δωδεκάφθογγο, να έχουμε το Style and Idea του Σένμπεργ, να έχουμε το “H Τεχνική της Γλώσσας μου” του Μεσσιάν, και πλάι σ’ αυτά μόνο ένα κομματάκι από το “Οι κραυγές των πουλιών” και δεκαπέντε μέτρα από τον “Φεγγαρίσιο Πιερότο”.

Θεματοφύλακες της αρχαίας μουσικής κληρονομιάς ήσαν οι βιβλιοθήκες των πόλεων και οι πλούσιοι ιδιώτες κάτοχοι χειρογράφων. Κατόπιν οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών, αλλά και ιδιώτες. Γνωρίζουμε βεβαίως τις δύο πυρκαγιές που κατέστρεψαν τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, γνωρίζουμε και άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες καταστροφές, από θεομηνίες και ανθρώπινο χέρι. Αλλά πόσο επιλεκτικές μπορούσαν να είναι οι φλόγες, πόσο επιλεκτική μπορεί να είναι η κάθε αμέλεια ή κακοτυχία, ώστε να καταστρέψουν το καταγεγραμμένο μουσικό έργο στο σύνολό του σχεδόν, και απ’ την άλλη να αφήσουν ανέπαφο το θεωρητικό έργο στο σύνολό του σχεδόν. Και η απορία αυτή εντείνεται όταν υπολογίσει κανείς ότι τα μουσικά έργα θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 500πλάσια των θεωρητικών έργων, σχέση που ισχύει ακόμα και σήμερα για την παραγωγή συνθέσεων και θεωρητικών συγγραμμάτων.

Η εξήγηση που θα πρότεινα είναι η εξής:

Α) Σε ό, τι αφορά στα χειρόγραφα μουσικών έργων (παρτιτούρες).

Αα) Μέχρι και πριν 2 αιώνες (πριν τον Μέντελσον και τους ρομαντικούς) ισχύει σε ό, τι αφορά στη μουσική δημιουργία ότι η ανανέωση είναι απαιτητή, πιο απλά η αξία κάθε έργου είναι προσωρινή. Άρα τα παλαιά έργα δεν επανεκδίδονται και οι παλαιές εκδόσεις τους δεν είναι πλέον χρηστικές, ίσως και απαραίτητες, ίσως να πιάνουν και χώρο, και ας μην ξεχνάμε ότι ο πάπυρος και η περγαμηνή ανακυκλώνονταν για οικονομικούς λόγους. Ίσως κατά ένα μεγάλο μέρος, λοιπόν, τα αρχαιοελληνικά μουσικά έργα (όπως και πάμπολλα μεσαιωνικά) τα «έφαγε» η «παλαιότητά» τους και … η ανακύκλωση.

Αβ) Η «ελληνική» (η μη χριστιανική μουσική), εκτός του ότι, ως μουσική της θυμέλης, είναι αποβλητέα για την νέα εποχή του χριστιανισμού, δεν μπορεί, από μία εποχή και μετά, να αναγνωστεί πλέον, διότι ήδη μετά τον 5ο αιώνα αρχίζει και εμφανίζεται σταδιακά ένα άλλο είδος μουσικής σημειογραφίας. Η αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία βασιζόταν σε σύμβολα παρμένα από το αλφάβητο (γράμματα όρθια, πλαγιαστά, ανεστραμένα, δημιουργούσαν ένα σύνολο από 3.000 περίπου συνδυασμούς μουσικών συμβόλων). Η χριστιανική μουσική σημειογραφία, ανύπαρκτη τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ανατέλλει δειλά-δειλά μέσα από τα τονικά σύμβολα της γραφής, τις οξείες, τις βαρείες και τις περισπωμένες, που υπενθύμιζαν στους ιερείς που διάβαζαν το ευαγγέλιο, κατά βάσιν πώς σωστά να τονίζουν και κατ’ επέκτασιν εκ του τονισμού να μελωδήσουν. Από αυτά τα σύμβολα γεννιούνται τα λεγόμενα «νεύματα» και η νευματική μουσική γραφή, που αργότερα διασπάται σε δύο κλάδους, στην ανατολική χριστιανοσύνη εξελίσσονται σε «παρασημαντική», όπως ονομάζεται η σημειογραφία της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής, ενώ στη δυτική χριστιανοσύνη εξελίσσεται στη σημερινή σημειογραφία του πενταγράμμου. Αλλάζοντας τόσο οριστικά το σύστημα της μουσικής γραφής, πέρα από το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει ένα χορικό του Αριστοφάνη από έναν χριστιανικό ψαλμό, καθιστά μιαν αρχαία μουσική έκδοση τραγωδίας του Σοφοκλή ομοιάζουσα με ένα παράξενο γραπτό κείμενο που απάνω από κάθε συλλαβή έχει κάτι ακατάληπτα, ενοχλητικά για την ανάγνωσή του σημάδια. Ε, ένα τέτοιο χειρόγραφο, κατ’ αρχάς δεν επανεκδίδεται (δεν αναπαράγεται σε αντίγραφα), κατά δεύτερον μπορεί με την παραμικρή ανάγκη, να ανακυκλωθεί, να γίνει στάχωμα (να κολληθούν τα μέρη του για να γίνει εξώφυλλο βιβλίων – που αντικατέστησαν την κυλινδρική μορφή των παπύρων), μπορεί επίσης να γίνει απλώς προσάναμα.

Εν κατακλείδι, ως μη λειτουργικό, ως άχρηστο, μάλλον απωλέσθη το σύνολο της αρχαίας ελληνικής μουσικής παραγωγής, ως θύμα του νου και όχι της χειρός.

Και έρχομαι στο Β, σε ότι αφορά στην, εν αντιθέσει προς τα μουσικά χειρόγραφα, διατήρηση του συνόλου σχεδόν των αρχαιοελληνικών θεωρητικών συγγραμμάτων. Η εξήγηση είναι απλή: ΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΣ.

Βα) Τα θεωρητικά συγγράμματα, ως επιστημονικά για μουσικούς και μη, αλλά και τεχνικά για τον μουσικό εργαλεία, εμπεριείχαν το στοιχείο της διαχρονικής αξίας. Άρα, ο Αριστόξενος επανεκδίδεται, διότι χρησιμεύει και για τον επόμενο και τον μεθεπόμενο και πέντε και δέκα και είκοσι αιώνες μετά. Έτσι το βλέπει ο εκδότης. Ο Ευριπίδης, πέρασε, πάει η μπογιά του. Τώρα είναι της μόδας ο Θεόκριτος. Αλλά το πώς κουρδίζουμε, τι είναι ρυθμός, οι κλίμακες, οι τεχνικές διάπλασης μουσικού ήθους, αυτά πάντα ενδιαφέρουν τον αρχαίο μελετητή, τον μουσικό, και εν τέλει τον εκδότη.

Ββ) Στο μεγαλύτερο μέρος του θεωρητικού κειμένου, ο χριστιανός αναγνώστης με μουσικά ενδιαφέροντα, δεν συναντά άγνωστα σύμβολα, υπερπηδά τα κεφάλαια περί σημειογραφίας που δεν τον ενδιαφέρουν, και διαβάζει τα υπόλοιπα χρήσιμα περί κλιμάκων, ρυθμού κλπ. Επιπλέον δεν συναντά ούτε Ερινύες, ούτε Βάκχες, ούτε περδόμενους Σατύρους. Επανεκδόσιμα.


Τραγική ειρωνεία βεβαίως καθίσταται το γεγονός, όταν αργότερα πολύ, στην εποχή της λεγόμενης Βυζαντινής Αναγέννησης, ο Ψελλός “αττικίζοντας”, επαναλαμβάνει τους σωθέντας αρχαίους αρμονικούς, ενώ είναι βέβαιο ότι η μουσική πράξη της εποχής του απέχει από την μουσική της θυμέλης. Τα όντως χρηστικά θεωρητικά μουσικά συγγράμματα του Βυζαντίου, δεν είναι αυτά των λογίων νεόκοπων (τότε) αττικιστών, αλλά οι υπό μορφήν «Προθεωρίας», οδηγίες για την κατανόηση και την απόδοση της σημειογραφίας που απαντούμε πολλές φορές στην αρχή των λειτουργικών μουσικών εκδόσεων. Προς τι λοιπόν ο μουσικός θεωρητικός αττικισμός; Αρχαιοπληξία; Ή μήπως "μούρη", (πόζα). Ή και γλείψιμο μιας αριστοκρατίας πνευματικά απομονωμένης;

(Υπ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει κάτι ανάλογο και στον Όμηρο , τον υμνητή μιας ηρωικής εποχής που όταν αυτός ζούσε αυτή είχε παρέλθει, ωστόσο ήταν προσφιλές ακρόαμα των απογόνων του Αγαμέμνονος). Αλλά και ο Αδριανός ο ελληνολάτρης πίσω δεν πήγαινε, ή μάλλον πίσω πήγαινε για να αισθανθεί πολιτιστικά ασφαλής. Οι παλαιοί είναι οι όντως μεγάλοι. Ακολουθούν οι απόγονοι, οίτινες μεγαλουργούν κατά το ότι κατανοούν και υποδύονται την αρχαία μεγαλοσύνη.)


Ιδού, λοιπόν κατεδείχθη, η καταγωγή του «λογίου» και του «λόγιου». (Τι είναι δηλαδή το λόγιο; είναι αυτό που με εκνευρίζει όταν το ακούω να με αφορά: “συνθέτης λόγιας μουσικής”. Παπάρες. Αυτά τα βρίσκουν και τα λένε όσοι θέλουν να αισθάνονται ότι ξεχώρισαν από τον λαουτζίκο. Να πάρουν μερσεντές τάχιστα τους συμβουλεύω. Παναγιά μου βόηθα να μη με κατατάξουνε).

Και ιδού το πρώτο συμπέρασμα. Τι είναι αυτό που καταλαβαίνει το ακροατήριο του Μπετόβεν; Αυτό που ένιωσε. Τι κατάλαβε ο λόγιος; Αυτά που διάβασε στο πρόγραμμα. Σε μια πιο “εκλεπτυσμένη” πρακτική, εμείς-αυτοί οι «λόγιοι» διασώζουμε-νε τα θεωρητικά συγγράμματα λοιπόν και αφήνουμε-νε να σβήσει ή σβήνουμε-νε τη μουσική, αλλά και να έχομε-νε την απαίτηση να γράφομε-νε την ιστορία της.

[Και μετά φοράμε τα συγγράμματα τα θεωρητικά σε όποιαν άλλη μουσική πράξη, της πάνε δεν της πάνε, κόψε ράψε θα το φέρουμε. Όταν ο Μοεβόμιος εκδίδει τους αρχαίους έλληνες “Αρμονικούς συγγραφείς”, ήδη η Αναγέννηση έχει συντελεστεί. Η ανάγνωση του αρχαίου κόσμου ουσιαστικά θα γίνει εκ των υστέρων. Μοιάζει σαν ένας ολόκληρος κόσμος να ανατράφηκε με τα ζώδια και κάποιος να αντέγραψε τον Αρίσταρχο, και να πρόβαλε την ηλιοκεντρική θεωρία του σαν δική του, αφού προηγουμένως έσκισε την σχετική σελίδα, (έτσι ακριβώς έκανε ο Κοπέρνικος). Αλλά το θέμα δεν είναι η ηλιοκεντρική θεωρία, αλλά το πώς έπινε το κρασί του ο Αρίσταρχος.]


Και ιδού το δεύτερο συμπέρασμα, το οποίο διατυπώνεται ως ερώτημα: Ποιόν Πλάτωνα αναγινώσκουμε, χωρίς στ’ αφτιά μας να έχουμε την απωλεσθείσα μουσική της θυμέλης;

Κι αν είναι απαραίτητη (πλατωνικώς μόνο;) για την φιλοσοφία η μουσική, ποια είναι η μουσική της φιλοσοφίας μας;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

αναίτια (;) απελπισία

Πολλές φορές απελπισμένοι , κουρασμένοι από την αίσθηση του περιθωριακού, βρίσκουμε κουράγιο όταν συζητάμε με ανθρώπους κοσμογυρισμένους, ανθρώπους που τους θεωρούμε πετυχημένους και τους θαυμάζουμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν βρισκόμαστε με τον δάσκαλό μας , τον Θόδωρο Αντωνίου, και πίνουμε κανένα κρασάκι, τον ρωτάμε για το πώς είναι τα μουσικά πράγματα εκεί στο Αμέρικα, που το ‘χει φάει με το κουτάλι σχεδόν σαράντα χρόνια. Μας απαντάει κάθε φορά , λέγοντας πάνω κάτω τα ίδια, όμως εμείς, αν και ξέρουμε την απάντηση, μα σε ένα μήνα, σε ένα χρόνο, θα τον ξαναρωτήσουμε, ελπίζοντας ότι θα μας απαντήσει κάτι άλλο από αυτό που μας απαντάει συνήθως, ότι επιτέλους θα μας πει:

-«Στην Αμερική τα μουσικά πράγματα είναι εύκολα για έναν νέο συνθέτη. Γίνονται συχνά συναυλίες σύγχρονης μουσικής, σε αίθουσες κατάμεστες από κοινό, υπάρχει εκδοτικό ενδιαφέρον, οι νέοι αν αξίζουν καθιερώνονται και με πολύ ευκολία παρουσιάζουν το έργο τους και ζουν από αυτό».

Οπότε, κι εμείς έχοντας πάρει αυτή την απάντηση θα πιούμε άλλο ένα ποτήρι, θα μισοκλείσουμε τα μάτια και με πικρία νοσταλγική για τον εξωτικό παράδεισο που δεν γνωρίσαμε, θα ρίξουμε τις ευθύνες στη μάνα που μας γέννησε, στην ατολμία που μας κράτησε εδώ, στην φτώχια και την κακομοιριά που δέρνει αυτόν τον τόπο. Και εξ αυτού, ίσως επιτέλους να συμφιλιωθούμε με την κούρασή μας και να της δώσουμε ακόμα και σωματική υπόσταση, να νιώσουμε πιο νωρίς γερασμένοι, να το ρίξουμε στο τάβλι και να αποτραβηχτούμε στην ησυχία του υποψηφίου προς αναχώρησιν. Όμως η απάντηση δεν είναι αυτή, αλλά η εξής:

-«Μην νομίζετε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα από ‘δω. Μπορώ να πω ότι είναι χειρότερα. Σε απόλυτους αριθμούς το κοινό που ενδιαφέρεται για την σύγχρονη δημιουργία είναι το ίδιο με αυτό της Ελλάδας. Αν σε μια συναυλία ένας νέος συνθέτης έχει εκατό-διακόσα άτομα θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος. Ο πολύς ο κόσμος ενδιαφέρεται, ίσως και παραπάνω από δω, μόνο για τους ποπ αστέρες».

Αυτά τα λόγια αντί να μας ανακουφίσουν μας φέρνουν σε αμηχανία. Επειδή θα πρέπει, μετά από μια τέτοια απάντηση, να ψάξουμε και να βρούμε, τι είναι αυτό που μας δημιουργεί την αίσθηση υστέρησης. Δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι στην παγκόσμια κοινότητα της μουσικής αισθανόμαστε μια μικρή επαρχία. Αλλά μήπως αυτή η αίσθηση είναι, αν όχι λανθασμένη, τουλάχιστον, όχι ορθώς αιτιολογημένη;

Γιατί εστιάζω στη σύγχρονη δημιουργία; Διότι ο Σκαλκώτας δεν ζει για να αναμετρηθεί με τον Καρβέλα.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

ΔΟΛΙΟΤΗΣ

Δόλιον το προηγούμενόν μου ποστ. Αναφέρθηκα στην υπογείαν δράση της ποιήσεως. Εν περιλήψει: εάν ο Ρωμανός ο Μελωδός είναι κτήμα εκάστου εκκλησιαζομένου, τότε υπάρχει βάσις ποιητικής παιδείας.

Το αυτό θα ισχυριστώ και για την μουσική. Όταν ακούμε τον Κανόνα του Ακαθίστου, ακούμε την «εξήγηση», ήτοι την μουσική διασκευή του Πέτρου Πελοποννησίου (18ος αι.) εις το κατά παράδοσιν αρχαίον μέλος του Δαμασκηνού, σε καταγραφή, ίσως και περαιτέρω διασκευή του Ιωάννου Πρωτοψάλτου (19ος αι.). Όταν στις κατανύξεις ακούμε τα «Ανοιξαντάρια», ακούμε Ιωάννη Κουκουζέλη (13ος αι.), ή Θεόδωρο Φωκαέα (19ος αι.). Όταν ακούμε το «Δύναμις» στις λειτουργίες, ακούμε Νηλέα Καμαράδο, ή Ανδρέα Κρήτης, ή Αβαγιανό. Χεσμένους τους έχομε το ξέρω. Αλλά αν δεν τους ξέρομε, πού ακριβώς χέζομε. Και για ποίαν έλλειψη μουσικής παιδείας ομιλούμε. Ποίων.

Τον Σαίνμπεργκ να τον ακούς όταν ξέρεις τον Φαρδυμπούκη (αυτό αντιστρέφεται). Ή τουλάχιστον δια την έλλειψιν μουσικής παιδείας μας να μην κατηγορείς, να μην τύπτεσαι.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Μαθήματα....

Οι βυζαντινοί μελουργοί της ύστερης περιόδου, καθώς και οι μεταβυζαντινοί διάδοχοί τους, απολάμβαναν ιδιαιτέρως να ασχολούνται με ένα είδος σύνθεσης, το οποίο δεν είχε σαφή λειτουργικό προσανατολισμό, δεν εντασσόταν απαραιτήτως στο εκκλησιαστικό τελετουργικό. Οι συνθέσεις αυτές, εκτενέστατες, "επέλυαν" ένα μουσικό πρόβλημα, ή μάλλον το εξηγούσαν, αποδεσμευμένες από την προσήλωση-καθήλωση στην απόδοση νοημάτων του λόγου, τον οποίον λόγο, στις περί ου ο λόγος συνθέσεις, χρησιμοποιούσαν ως στοιχειώδη υλικό φορέα μουσικών νοημάτων. Γι' αυτό, οι συνθέτες μεταχειρίζονταν ως υλική βάση, άλλοτε μια μικρή ποιητική φράση από κάποιον ψαλμό, άλλοτε ένα μικρό απόσπασμα από εκτενέστερη ποιητική σύνθεση (πχ κανόνα), και "αναγραμματίζοντας", ή καλύτερα ανασυλλαβίζοντάς τον, αλλάζοντας και την σειρά των λέξεων, έπλαθαν ένα ποιητικό σώμα που θα το εμψύχωναν μουσικά. Εδώ, να υπογραμμίσω ότι η εκκλησιαστική μας μουσική, ούσα αποκλειστικώς φωνητική ήταν σχεδόν μοιρολατρικά δεμένη με τον λόγο, και συνεχίζω. Τις περισσότερες φορές όμως, όταν ήθελαν να απελευθερώσουν τελείως την μουσική τους από τον (ποιητικό) λόγο, χρησιμοποιούσαν τις άσημες συλλαβές τε-ρι-ρε, το-ρο-ρομ, νε-να, εξ ου και "τεριρέμ", "τερερίζω", "τερέρισμα", "τερερισμός", "νενανισμός". Οι "τερερισμοί" και οι "νενανισμοί" ονομάζονταν "κρατήματα", όλες δε οι εκτενείς, χάριν της μουσικής, συνθέσεις ονομάζονταν "Μαθήματα" και οι συλλογές που τις περιείχαν "Μαθηματάρια".

Αυτά ως εισαγωγή για να σας στείλω ...στο πάρκο συγχορδιών του dsyk .
Μοιάζει να το χωρίζει πολιτισμική άβυσσος από το "Μέγα Ίσον" του μελωδού Ιωάννη Κουκουζέλη, ωστόσο έχουν κάτι κοινό. Είναι και τα δύο "Μαθήματα".

Κατά ευτυχή σύμπτωση, έστω και εξ άλλης αφορμής, (το σύμπαν καθημερινώς συνομωτεί), ο Αθήναιος μιλά παραλλήλως στους Κακοταϊσμένους Διαφωτιστές
Επίσης, για να βλογάμε και τα γένια μας, ένα νέο κλιπάκι....

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Rembetico & Μπλουζ 3, (οι ρίζες)

Θεωρώντας ότι το θέμα κλείνει, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες πρόσθετες σκέψεις. Μοιραία τεχνικές, ειδικές, οι πρώτες τουλάχιστον από αυτές.

Εάν κάποιος παρακολουθούσε την ιστορία της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής, σε ό, τι αφορά τις βάσεις της, μέχρι και την εποχή τουλάχιστον της πρώτης πολυφωνίας θα διαπίστωνε την καταγωγή οργάνωσης της ύλης της στην αρχαιοελληνική, ακόμα και αν αυτές οι βάσεις έμμεσα τίθενται από αραβοανδαλουσιάνικες επιδράσεις. Το ίδιο παραδέχονται και οι Τούρκοι σε ό, τι σχετικό αφορά στην δική τους μουσική κληρονομιά (ο εξαίρετος τούρκος θεωρητικός Hakki Ozkan, αφιερώνει τα πρώτα κεφάλαια του θεωρητικού του έργου για τα μακάμια “TURK MUSIKISI ve USULERI” σε αυτό το θέμα). Μάλιστα, η μουσική παράδοση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η επίσημη, η λόγια αν το θέλετε, ονομαζόμενη ‘’αραβοπερσική’’, φτιαγμένη σε μία οικουμενικών στόχων μουσική γλώσσα, όπως και η προκάτοχός της εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, τις θεωρητικές τους βάσεις στην αρχαιοελληνική μουσική έχουν.

Τους ενδιαφερομένους για την Ανατολή, παραπέμπω στο σύγγραμμα ‘’ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ’’ του απελθόνος φίλου μου Μάριου Μαυροειδή (εκδόσεις FAGOTTO), και σε ό, τι αφορά τη Δύση με επιβεβαιώνουν πάμπολλες μελέτες ειδικές, παραπέμπω λοιπόν για συνοπτικές διαδικασίες στο πασίγνωστο δίτομο έργο “ΑΤΛΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ” (Michels Ulrich, μετάφραση ΙΕΜΑ).
Ένα από τα θηρία που θέλω να φονεύσω είναι η τερατώδης ιδεολογία που πολλούς από μας δυνάστεψε και άλλους ακόμα δυναστεύει και που συνοψίζεται στην έκφραση: «όλα από μας τα πήρανε». Αυτή η έκφραση είναι η dark side της κρυπτοδουλοπρεπούς «ο Χ-όπουλος είναι ο έλλην Χ-stein».

Οι δομές που ορίζει η θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής αναγνωρίζονται στις σονάτες του Μπετόβεν κι ας απέχει τόσους αιώνες από τους πρώτους πολυφωνιστές. Όμως πλάι σε αυτές τις μουσικές δομές υπάρχουν και δομές που δεν ορίστηκαν από τους αρχαίους προγόνους μας και που λειτουργούν πολύ περισσότερο οριστικά στα έργα του. Η μουσική ανάπτυξη στον Μπετόβεν δεν βασίζεται στη λογική μιας αφαιρετικά προδιαγεγραμμένης διαδρομής πάνω σε μία κλίμακα, αλλά στην δυναμική που γεννά μια σειρά συγχορδιών.

Στην Ανατολική παράδοση πάλι αντιμετωπίζουμε ένα άλλο πρόβλημα. Η μουσική της όντως βασίζεται σε αφαιρετικά προδιαγεγραμμένες διαδρομές πάνω σε μία κλίμακα. Αυτή η τεχνοτροπία, εξαπλωμένη γεωγραφικά και χρονικά γεννά ένα ερώτημα. Πόθεν οι απαρχές της; Ποία συνεισφορά στην διαμόρφωσή της έχουν πολιτισμοί παλαιότεροι του ελληνικού. Και επειδή αυτή η τεχνοτροπία, η λεγόμενη τροπικότητα, παρατηρείται και στους Ινδούς, αλλά και στους Ινδιάνους, αλλά κυρίως στους αρχαιότερους γείτονές μας Αιγυπτίους και Πέρσες, δεν μπορούμε να μη διαρωτηθούμε για το μήπως η καταγωγή της είναι αρχετυπική. Και επιστρέφοντας στη Δύση, ρωτάμε πάλι, μήπως το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκε μέσω αρχαιοελληνικών θεωρητικών επιρροών η πρώιμη δυτική μουσική, ήταν ένα έδαφος που είχε δεκτικότητα-γονιμότητα αρχετυπικής καταγωγής; Και θέλω να θέσω το εξής ερώτημα, βέβαιος ότι απαντάται θετικά:
Μήπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας είναι οι διατυπώσαντες θεωρητικά μιαν αρχετυπική πρακτική. Και εφόσον έτσι είναι, για να κάνω έναν διασκελισμό, ποιες ευθύνες μπορεί να έχουν ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για τα όνειρα του κάθε ανθρώπου;

Ξαναγυρίζω στο παιδάκι το γαλουχημένο με την ιδέα του απογόνου των κατασκευαστών της Ακροπόλεως ,το φοβισμένο από την επίγνωση ότι το μόνο που του επιτρέπεται να μπορεί είναι να παρασκευάζει τζατζίκι και να χορεύει συρτάκι. Αυτό το παιδάκι, όταν έφηβος αποτινάξει τους φαντασιωτικούς του τυράννους, την ξενόφερτη από τη Δύση ροκ και ποπ μουσική («έξω από το ΝΑΤΟ»), την επηρεασμένη από τη Δύση ελαφρά και εμπορική μουσική («κάτω οι λακέδες του ιμπεριαλισμού»), όταν βαρεθεί την μουσική που γεννήθηκε μέσα από την πολιτική αγωνία και έγινε πολιτικολογία («ή Καραμανλής ή τανκς»), όταν και την ευαισθησία νιώσει να τον καταπιέζει, γιατί εκεί που ξεκίνησε να τον μορφώνει, τώρα αφουγκράζεται ότι στο βάθος τον σνομπάρει («Τρίτο Πρόγραμμα»), όταν θ’ ακούσει Μπιρ-Αλλάχ βαθειά σα σουρουπώνει, αν θέλει κάποτε να μάθει και να γαληνέψει την ψυχή του, από ένα πράγμα πρέπει να προφυλαχτεί:

Να μην κάνει τον μπαγλαμά του γιαταγάνι.



ΥΓ
η οδύνη που γεννά η σύγκρουση με κάθε τι REAL εξακολουθεί να είναι μια πραγματικότητα (sic, στεναχωρήθηκα και δεν είμαι γαύρος).

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Rembetico & Μπλουζ, 2 (η παθογένεια των αντιστοιχιών)

Ο Μήτσος είναι ο έλλην Ντέμης.
Θα ξεκινήσω με ένα μικρό ανθολόγιο αποφθεγμάτων απαραιτήτων για να πορευθεί κανείς στις δεκαετίες του ’70 και του ‘80:
· Ο Σαββόπουλος είναι ο έλληνας Ντύλαν (φτιάχνουν και οι δύο μπαλάντες και διαμαρτύρονται).
· Ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ (πολυγραφότατοι).
· Αν ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ, τότε ο Μάρκος είναι ο έλληνας Μπαχ (λογικό ο Μάρκος είναι αρχαιότερος και έθεσε τις βάσεις και όπως είδαμε και στο προηγούμενο ποστ ήταν επίσης και ο Ρόμπερτ Τζόνσον της Ελλάδος).
· Το ρεμπέτικο είναι το μπλουζ της Ελλάδος.
· Ο Δεληκάρης είναι ο Τζωρτζ Μπεστ της Ελλάδος (κολπατζήδες και οι δύο και ατίθασα παιδιά).
Με αυτά ως πρότυπο μπορούσε ο καθένας μας να φτιάξει τα δικά του, καθώς και να εξειδικεύσει:
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης ήταν ο έλλην Παλεστρίνα (τους χώριζαν τρεις σχεδόν αιώνες, αλλά το ζεύγος Κουκουζέλης-Παλεστρίνα ήτο απαραίτητο συμπλήρωμα των ζευγών Πέτρος Μπερεκέτης – Μπαχ, Πέτρος Λαμπαδάριος –Μότσαρτ και Θεόδωρος Φωκαεύς – Μπετόβεν).
Έχουμε, λοιπόν κι εμείς τους δικούς μας, μπορεί να μην έχουν κάνει διεθνή καριέρα, αλλά…….

Ο λυτρωμός ήρθε Ιούνιο του 1987 από τον Γκάλη. Διότι πώς θα μπορούσες πια να πεις «ο Γκάλης είναι ο έλλην Γκάλης». Είναι σχεδόν το ίδιο σαν να λες «ο Περικλής είναι ο έλλην Περικλής» ή «ο Μεγαλέξανδρος είναι ο έλλην Μεγαλέξανδρος». Πάω λίγο πίσω πάλι. Αν από μικρό παιδί γαλουχηθείς στο ότι οι τουρίστες έρχονται στην πατρίδα σου για να θαυμάσουν το αρχαίο παρελθόν της και ότι εσύ το πολύ-πολύ μπορείς να τους προσφέρεις έναν «μουζάκα» και μία «κοριατική», ένα σου έχει μείνει μόνο για να απορείς. Πώς, αλήθεια πώς και γιατί ενώ η εθνική μας τουριστική ατραξιόν είναι το συρτάκι, αυτός ο καημένος ο Θεοδωράκης, ο εφευρέτης του συρτακίου, να είναι στην εξορία, κι όταν παιδάκι αγοράζεις το Ζορμπά του Καζαντζάκη το όνομά σου να έχει φτάσει στην ασφάλεια; Και πώς εισπράττεις συμβολικά τον αποχωρισμό του Βόγλη από την Άνναμπελ, ένα πρωινό….
Νιώθεις ότι σε έχει απορρίψει η ίδια σου η ιστορία, αλλά και η γεωγραφία. Είσαι στιγματισμένος από την ανθρωπολογική επιστήμη. Αισθάνεσαι ότι θα πρέπει με τον φτωχό σου μουζάκα να αντιπαρατεθείς με την Ακρόπολη. Επιστρέφοντας λοιπόν έφηβος στην μεταπολίτευση, θα πρέπει να στυλώσεις την περηφάνια σου, έχοντας εν τω μεταξύ εμπεδώσει δια του κυπριακού ότι οι όλοι ξένοι σε επιβουλεύονται, ίσως όχι οι Γάλλοι.

Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Γκάτσος όλοι τραγουδισμένοι - κι αν ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ, ο Ρίτσος πήρε βραβείο Λένιν, (πήρε μετά και ο Ελύτης Νόμπελ). Και μαθαίνεις λίγο-λίγο και τις παρέες. Χατζιδάκις, Κουν, Τσαρούχης, Γκάτσος, Ελύτης. Αρχίζεις να λατρεύεις όλο και πιο πολλούς σαν κι αυτούς. Γι αυτούς δεν αισθάνεσαι ότι χρειάζεται να εφαρμόσεις την αναλογία «είναι ο έλλην…..», άλλωστε αυτή την ανάγκη δεν την έχεις νιώσει ακόμα. Πολύ μακριά θα πάει…. Πρέπει να το κονταίνω.
Λοιπόν, γρήγορα και σβέλτα.
Το ροκ και κάθε τι ξένο που έχει αγαπηθεί φέρει μεταπολιτευτικά κάτι από τη ρετσινιά της ξένης απειλής. Το ίδιο και η κλασική μουσική που επιπλέον φέρει τη ρετσινιά της ταξικής της προέλευσης (sic, πού τη βρήκαν είναι άλλο καπέλο, απορεί δε κάποιος πώς ολόκληρη γενιά αριστερών πλην ελαχίστων δεν γνώρισε ποτέ τον Σοστακόβιτς και τον Προκόφιεφ που κάθε σοβιετικός εργάτης γνώριζε). Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και οι άλλοι όλοι, καλοί βρε παιδί μου, δε λέω, αλλά το βαραίνουν το πράγμα, σε λίγο έρχεται το ’81, σε λίγο θ’ ακουστεί «ο λαός τραγούδι θέλει τέρματα προβλήματα, χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα πια βλαστήμα τα». Η ζεμπεκιά είναι καθιερωμένη υποχρέωση κάθε πολιτικού, όπως πάλαι ποτέ ο τσάμικος κάθε συνταγματάρχου. Το ίδιο και το να δηλώνει τι ομάδα (όχι αίματος) είναι, ως βασικό στοιχείο της ανθρωπιάς του. Η ρεμπετολαγνεία που μας έδενε με την αγιοποιημένη εικόνα του λούμπεν υποσκελίζεται από την ποδολαγνεία προς τις τραγουδίστριες του λαϊκού ρεπερτορίου (αντίθετο αυτού το έντεχνο). Κι όλα αυτά, διότι ουδέποτε μπήκαμε στον κόπο να εμβαθύνουμε στο τι είναι και τι σημαίνουν όλα αυτά τα παράγωγα της λέξης λαός. Γι αυτό απ’ όλη αυτήν τη σκηνή (sic) εξακολουθούν και μένουν απέξω ο Νίκος Σκαλκώτας (ο έλλην Μπεργκ), ο Δημήτρης Μητρόπουλος (ο έλλην Κάραγιαν που κι αυτός ήτο έλλην), ο Γιάννης Χρήστου (που αν δεν έφευγε πρόωρα θα ήτο ο έλλην Λιγκέτι) και ο Ιάννης Ξενάκης (που είτε από λεπτό χιούμορ, είτε για να μας πικάρει, άλλοτε δήλωνε Ρουμάνος και άλλοτε Γάλλος).

«Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ», που λέει κι ο ξεπεσμένος δερβίσης του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (δηλαδή, του έλληνος Λέοντος Τολστόι).

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Rembetico & Μπλουζ

μέρος πρώτον, εισαγωγή.




Παίρνω αμπάριζα από μια πρόσφατη καταχώρηση του Πετεφρή (Όταν συμμαζεύεις χαρτιά…, 20-10-2007) για να διεισδύσω σε ένα θέμα παρωχημένο. Την περίφημη ομοιότητα του ρεμπέτικου και των νέγρικων μπλουζ. Η ομοιότητα αυτή είχε εφευρεθεί από αυτοκλήτους κοινωνιολόγους-μουσικολόγους για να καλύψει ιδεολογικά την μετάλλαξη ροκάδων που σνομπάριζαν τα λαϊκά τραγούδια σε φανατικούς απολογητές του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

3 μαθήματα, από ένα διάλογο μέσω comments

Παραθέτω το κείμενο των 3 comments στο ΄κείμενό μου "Αποσιωπημένοι". Είναι με τον προσωπικό τρόπο του καθενός, "από καρδιάς" και διαφωτίζουν πολλές πτυχές του θέματος.

1. από dsyk

"Δίκαια" ο Μπαχ δεν αναγνωρίστηκε στην εποχή του. Δεν αναγνωρίστηκε βέβαια από το ευρύ κοινό (με ότι σημαίνει αυτό για το 18ο αι.). Ένας στενός κύκλος επαϊόντων, συγχρόνων (Kirnberger π.χ) αλλά και μεταγενέστερων (βλ. Beethoven, Mozart κ.α) γνώριζε πολύ καλά και εκτιμούσε βαθύτατα το έργο του. Τα "48" κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο του κλασικισμού και για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, ο Beethoven τα είχε μελετήσει εμβριθώς (ακούστε το εισαγωγικό μέρος της μεγάλης φούγκας της Hammerklavier, op.106). Για να εξηγήσω το "δίκαια" θα παραθέσω ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα: Φανταστείτε τη μουσική σαν παγόβουνο: το 25% έξω από το νερό, το 75% μέσα στο νερό. Στην πρώτη ακρόαση ενός έργου, αλλά και σε πολλαπλές ακροάσεις για τον μη επαίοντα ακροατή, στέκεται κανείς στο εύκολα και άμεσα ακροάσιμο 25%. Το υπόλοιπο 75% αναμένει τον φιλόπονο και γιατί όχι ταλαντούχο αναλυτή για να το ανακαλύψει και να αποκαλύψει την κρυφή ομορφιά του (εδώ θυμηθείτε το σχετικό απόσπασμα του Ηράκλειτου). Αλλά και πάλι αυτό το 75%, σε ένα έργο πολυδιάστατο, βαθύτατο, πολυσήμαντο, σε ένα έργο σταθμό στην πολιτιστική και εν γένει πνευματική ιστορία της Ευρώπης και όχι μόνο (πόσο θα ήθελα να γράψω της διαγαλαξιακής χωρίς να μειδιάσετε), σαν το έργο του Μπαχ για το οποίο συζητάμε, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια γενιά, ούτε σε δύο, ούτε 250 χρόνια μετά. Σε πολλά έργα του Μπαχ τώρα, όπως για παράδειγμα στις περισπούδαστες φούγκες του, ακόμη και κι αυτό το 25% "επιφανείας" λείπει. Πώς να εκτιμήσει ο ανυποψίαστος ακροατής ένα stretto σε αναστροφή και μεγέθυνση; Δεν θα το εκτιμήσει και θα στραφεί στον Teleman ή στον D. Scarlatti (ο τελευταίος μεγάλος τεχνήτης του 25% στις 500 και πλέον σονάτες του).
Ένας δεύτερος λόγος της "αποσιώπησης" της μουσικής του Μπαχ είναι ότι το μουσικό ύφος ακόμη κι ενόσω ζούσε είχε αλλάξει. Ο Schoenberg στην αυστηρή του περίοδο απαγόρευε τη συνήχηση της 8βας για να αποφύγει κάθε αναφορά στην τονικότητα. Όταν αναζητάς το ριζικά καινούριο (βλ. Ξενάκης) ρίχνεις κάθε γέφυρα που σε συνδέει με το παρελθόν. Ο Καρλ είναι σπουδαιότατος για πολλούς λόγους αλλά και για τούτον: ενώ θα μπορούσε να είχε συνθλιβεί από το βάρος της πατρικής κληρονομιάς (ο Καρλ ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο πατέρας του), όχι μόνο στέκεται στα πόδια του, αλλά γράφει και μια εξαιρετικά προτότυπη μουσική, δεν θα ήταν υπερβολή να του αποδώσουμε τον τίτλο του πρώτου μεγάλου καλσικού και στα δικά μου αυτιά, η μουσική του ηχεί πολύ κοντά στο σημερινό μεταμοντέρνο. Ίσως αυτό να δίχνει και πόσο σπουδαίος δάσκαλος ήταν ο πατέρας του.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι η πρακτική του να παίζουμε παλιά μουσική είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Brahms έχασε τη θέση του ως μαέστρος χορωδίας στη Βιέννη επειδή είχε την "αλλόκοτη" συνήθεια να παίζει κάποιον ονόματι Palestrina.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αποφύγω μια παρεξήγηση. Μίλησα για επαΐοντες και απλούς ακροατές. Δεν υπάρχει τίποτε το "διανοητικά" ρατσιστικό σε αυτό. Είναι ένα ανοικτό θέμα το αν μπορεί ο μη εκπαιδευμένος μουσικά ακροατής να διεισδύσει στο 75% του παγόβουνου. Είναι ένα μεγάλο θέμα άξιο συζήτησης, αλλά ξένο προς τους "αποσιωπημένους".
Soli Deo Gratias, όπως θα τελείωνε και ο Διδάσκαλος.
2. νικος σ.
Σπουδαία αυτά για τον Βάχ υποθέτω δηλαδής και μουσικός δεν είμαι. Αλλά πολύ βαρετός. Γεννήθηκα σε ένα νησί του Αιγαίου, άνυδρο, να μας βαράει ο ήλιος κατακούτελα, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, ερωτεύθηκα και ξερωτεύθηκα, έφυγα, γύρισα, άναψα κεριά, έθαψα συγγενείς και ποτέ δεν βρήκα κάτι στο νησί μου και στο νησί μέσα μου ν΄ αναλογεί με Βαχ, Βυθούλκα και Μοτσάρδο, ούτε φωνή ούτε κίνηση ούτε αίσθημα ούτε κύμα ούτε φως ούτε τζιτζίκι. Τους θαυμάζω εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους και τίποτα άλλο. Δεν μου μιλάνε, δεν μας μιλάνε.Τυχαίο δεν είναι που τους βάζουμε στο κρατικό πένθος μονάχα.

3. ανώνυμος
Νίκο Σ., ποιους θαυμάζεις εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους, τους συνθέτες, ή τις φωνές, τις κινήσεις, τα αισθήματα, τα κύματα, το φως, τα τζιτζίκια;Ξέρεις βέβαια πως το σχόλιό σου δεν είναι ασαφές, όπως το ξέρω κι εγώ.Έκανα την παραπάνω ερώτηση απλά για να δημιουργήσω την εντύπωση που συνδέει τα μεν με τα δε.Ποιοι τους βάζουμε μονάχα στο κρατικό πένθος, επίτηδες;Να μου επιτρέψεις να σου επισημάνω το ότι καθείς (ευτυχώς για όλους και καθέναν μας) βρίσκει διαφορετικά πράγματα στο νησί, στο νησί μέσα του, καθώς και στη μουσική του καθενός."Το μέτρο των πάντων είναι ο άνθρωπος", λένε στο νησί μου.Και "τόσες αλήθειες υπάρχουν, όσοι και άνθρωποι".Άλλοτε και για άλλους σπουδαία, άλλοτε και για άλλους βαρετά τα πράγματα, τίποτα άλλο από μη εποικοδομητική κριτική έχουμε να κάνουμε;Γράψε μας για το νησί σου και για το νησί μέσα σου.Γράψε μας για τον ήλιο που βαράει κατακούτελα, για το σχολείο σου, για τον έρωτά σου, για το χαμό του. Για το φευγιό και το γυρισμό. Για το θάνατο και τον αποχαιρετισμό. Το κύμα, το τζιτζίκι, τη φωνή, την κίνηση, το φως.Γράψε για το τι σου ή σας/μας μιλάει.Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ενδιαφέροντα.Το παράκανα στο βήμα που μου έδωσε άλλος.Αν επιθυμεί αυτός ο άλλος, ο Γεράσιμος, μπορεί να διαγράψει το σχόλιο. Εγώ δε θα μπορώ από τη στιγμή που θα το κάνω.

Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

ΑΠOΣΙΩΠΗΜΕΝΟΙ


Άφησα τις μέρες να κυλήσουν, για να διαλέξω, όχι βιαστικά, τον "αποσιωπημένο" μου. Και να μιλήσω γι' αυτόν τον διαλεγμένο μου επαξίως. Να τον φέρω στον κόσμο των «γνωστών την σήμερον, πλην αδικημένων στην εποχή τους». Μοιραία, λοιπόν, ως αναλογία, πρώτα διέγραψε κύκλους και μετά θρονιάστηκε στις σκέψεις μου η περίπτωση του διασημοτέρου - μιλάω για το σινάφι μου - αποσιωπημένου όλων των εποχών. Του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ο Γιόχαν με μία μέτρια καριέρα στην ακμή του - δεν έφτανε ούτε στο ένα εκατοστό την επιτυχία του Γκέοργκ (Φρηντριχ Χαίντελ) - στα γεράματά του ήτανε πια ξεχασμένος. Η εποχή της, φιλικότερης προς τον ακροατή, «μουσικής ομοφωνίας» είχε διαδεχτεί τις περίτεχνες δαιδαλώδεις μελωδικές πλοκές της αντίστιξής του, κι ο γυιος του, ο Καρλ Φίλιπ Εμμανουέλ ήταν πλέον ο Διάσημος, (ναι, εν ζωή υπήρξε πολύ πιο διάσημος από τον πατέρα του). Μετά Μότσαρτ, Μπετόβεν, ξεχάστηκε και ο Καρλ. Μετά οι ρομαντικοί.
Όπως έλεγε και ο φίλος μου, ο εντρυφέστατος περί την μουσικήν ιστορίαν Κωστούλης, «ο Γιόχαν έπαιζε στο 31ο χιλιόμετρο Αθηνών – Λαμίας και τον έφαγε η μαρμάγκα, όταν ο Χαίντελ έπαιζε στην Φαντασία. Και ο Καρλ πιο χάι έπαιζε στο Γυάλινο της Συγγρού, έκανε ένα καλό ονοματάκι».
Το περίεργο είναι ότι ο Γιόχαν έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Χαίντελ. Για να ακούσει μάλιστα μια συναυλία του ταξίδεψε επί έξι μέρες, και με άμαξα, αλλά και με τα πόδια. Ήθελε να γνωρίσει το μεγάλο όνομα της εποχής του και ίσως να αναμετρηθεί νοερά μαζί του και να αναλογισεί σε τι υπολείπεται από αυτόν τον Βασιλικό Συνθέτη αυτός ο απλός κάντορας μιας επαρχιακής πόλης του μουσικού κόσμου.
Και περνούν τα χρόνια κι οι καιροί…. Ο ρομαντικός συνθέτης και μαέστρος Μέντελσον αποφασίζει πως δεν πρέπει να γυρίζουμε την πλάτη στο παρελθόν. Αρχίζει να διευθύνει έργα παλιών, ξεχασμένων συνθετών, δεχόμενος επικρίσεις από το κοινό. Το κοινό, βλέπετε, ως την εποχή του ρομαντισμού, θεωρούσε σχεδόν απάτη την επανεκτέλεση ενός έργου, πόσο μάλλον ενός έργου ηλικίας ενός και πλέον αιώνος. Ο Μέντελσον επέβαλε τελικά τις απόψεις του και δίδαξε στο κοινό την αγάπη για τη μουσική του παρελθόντος. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ έγινε σιγά–σιγά διάσημος και σήμερα αναγνωρίζεται ως ο Μουσικός, ενώ ο Χαίντελ ως ένας αξιοπρεπής εξάδελφος, κάτι σαν Παπαδιαμάντης - Μωραϊτίνης.
Η παλιά μουσική για καιρό συμπορεύεται με την σύγχρονη. Οι συνθέτες του παρελθόντος αποκτούν βαθμιαίως τόσους φαν, ώστε ως δυνάστες εξορίζουν τους συνθέτες του «εκάστοτε προσφάτου παρόντος», αφού προηγουμένως η μουσική επιμελώς διαχωρίζεται από την δισκογραφία σε «σοβαρά», «λαϊκή», και «ελαφρά» με το κοινό της «σοβαράς» να ακούει τους παλιούς, να αδιαφορεί για τους σύγχρονους και να χορεύει λαϊκά με ελαφρότητα. Πλην εξαιρέσεων.
Κι έτσι εκεί που ήμουν έτοιμος, λοιπόν, να μιλήσω για κάποιον δικό μου αποσιωπημένο, τζοχαδιάστηκα. Και μετά, να πω την αλήθεια, φοβήθηκα. Το να μιλάς για κάποιον «αποσιωπημένο» μπορεί να ισοδυναμεί με άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας. Αναλογίστηκα τα δεινά που μας προκάλεσε ο Μέντελσον, αλλά λίγο μετά τα είδα και ως προοπτική ίσως επωφελή, αν… Βρε, μπας; Και αποφάσισα να ασχοληθώ με την επιμελή προετοιμασία της δικής μου αφάνειας…..


Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με άλλα κείμενα, άλλων μπλόγκερς, πάνω στο ίδιο θέμα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

ο Πέτρος αλλάζει την εποχή

Βρίσκομαι σε μέρος που δεν διαθέτω τα τεχνολογικά μέσα για να έγραφα αυτή τη μουσική φράση σε παρασημαντική για λόγους οπτικοαισθητικούς,(θα την έγραφα χειρόγραφο και κατόπιν θα το σκανάριζα, αλλά δεν έχω μαζί μου σκάνερ). Γράφω λοιπόν στο πεντάγραμμο και κατ' εμέ η ουσία η μουσική δεν χάνεται. Κατά το ύφος του Πέτρου Μπερεκέτη. Η ρυθμική αγωγή είναι "τέταρτο στο 60". Δεν πρόκειται για πλήρες μουσικό κομμάτι, απλώς για μία εναρκτήρια φράση. Θα μπορούσε από αυτήν να φτιαχτεί μια φόρμα διάρκειας 20 λεπτών. Ας πούμε ότι επιφυλάσσομαι, αλλά και ποίο το νόημα. Δεν ασχολούμαι με μουσικό μοντελισμό.
Σε ήχο βαρύ, εναρμονίου γένους, εκ του Γα(=ντο, όπως και ο Χρύσανθος ορίζει στο Μέγα Θεωρητικόν του).





Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

ΟΙΣΤΡΟΣ

Ο Κουκουζέλης έβαλε προσωρινά λουκέτο. Ευκαιρία…

Μετά από πρόβα στην πειραματική σκηνή της λυρικής, κοντό-ρεκτά σε καφενεδάκι στον Κολωνό, στις παρυφές του Θεάτρου της Άνοιξης. Από πέρσι το είχαμε σταμπάρει με την φίλη μου την Α., αλλά δεν μας έκατσε. Ήταν πάντα γεμάτο με νεαρές παρέες, εμείς κάπως μεσήλικες και σε αταίριαστες ώρες. Μεσημέρι όμως είναι βολικά. Κι έτσι χτες και σήμερα πήραμε την ρεβάνς. Ειδικά σήμερα, από τις τέσσερις μέχρι τις επτά και κάτι, τα τσούζαμε εκεί, συν γυναιξί και ανδράσι. Η Α. είναι εξαίρετη τσιμπαλίστα, λευκορωσσίς. Αμύητη σε πολλά ελληνικά, λάτρις της Ελλάδας, σε τέτοιο βαθμό όπου το μίσος της γι αυτήν, όποτε εκφράζεται, να υπερβαίνει το μέτρο.
Σαν στοίχημα λοιπόν την έστειλα σήμερα, Μ.Τρίτη, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, συστημένη, ν’ ακούσει τον Λυκούργο (Αγγελόπουλο) και τον Γιάννη Αρβανίτη, μετά των χορωδών, να ψάλλουν το τροπάριον της Κασσιανής. Την έστειλα μετά από σχετική κατήχηση μουσική και λογοτεχνική, άμα και θεολογολαογραφική – ξέρετε αυτά τα σχετικά με το «ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» τα κλιπιτικλόπ του αλόγου του Θεοφίλου αναζητούντος την αποτραβηγμένη των εγκοσμίων Εικασία στο μοναστήρι, καθώς και τα διαμειφθέντα παρ’ αυτών: «εκ γυναικός ερρύη τα χείρω», «αλλά και εκ γυναικός τα κρείττω».
Την πήρα στο κινητό κατά τις 10 και 1 λεπτό μ.μ.
-Είσαι απόλυτα κουρντισμένος, μου είπε. Μόλις τελειώσαμε. Ήταν αριστούργημα. Ο Λυκούργος έκανε ένα σόλο εκπληκτικό.
-Πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις σπίτι να τα πούμε.

Εν τω μεταξύ, περιμένοντας το τηλέφωνο, γράφω.
Αύριο, θα φύγει για Μιλάνο, ταξίδι αναψυχής. Έχει εισιτήριο για την Σκάλα, ανήμερα Μ. Παρασκευή, θα πάει να δει και το Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι.

Σκέφτομαι, ότι θα ήθελα να της πω, πως το σόλο του Λυκούργου, ασφαλώς αυτοσχεδιασμός σε παλαιό μουσικό κείμενο, ίσως του 17ου αιώνα, αιτία δημιουργίας έχει την πίστη αυτήν την ιδιότυπη πίστη του καλλιτέχνη στον εαυτό του. Αυτήν την πίστη που ο δημιουργός συνθέτης πολλές φορές αναγκάζεται να την παρουσιάσει ως θεία, την επικαλείται ως θεία για να ισχυροποιήσει το έργο του, ενώ κατά βάθος ξέρει ότι δημιουργεί για να πληρώσει το κενό που αφήνει μέσα στους δημιουργούς η διάθεση δημιουργίας. Το αποτέλεσμα της δημιουργικής του πράξης εντάσσεται λοιπόν, σε ένα λατρευτικό τυπικό, το οποίο ο συνθέτης υπηρετεί ως συντελεστής, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελούντες ιερατικώς την λατρευτική πράξη αναγνωρίζουν την αξία της δημιουργίας του, όπως άλλωστε, ούτε και όλοι οι πιστοί καταλαβαίνουν από μουσικές και νη πα βου, ούτε όλοι οι ψαλτάδες από θεολογία. Γι αυτό, συνήθως, οι παπάδες καταριόνται τους ψαλτάδες που χάριν της μουσικής παρατείνουν τις ακολουθίες, όπως άλλωστε και οι ψαλτάδες καταριόνται τους παπάδες που κτήτορες μεγαλόσχημοι της θείας χάριτος ενεργούν ως δήμιοι των μουσικών έργων, πιέζοντάς τους να τα συντέμνουν, εν ώρα εκτελέσεώς των, χάριν ενός αθλίου συνήθως κηρύγματος, ή μιας εγκυκλίου ανακοινώσεως.
Η αξία λοιπόν του τροπαρίου της Κασσιανής, όπως έχει μελοποιηθεί από τον Πέτρο Λαμπαδάριο, καθώς και το σόλο του Λυκούργου – δεν παρευρισκόμουν – πιθανολογώ ότι έγινε στο σημείο «οίστρος ακολασίας», η αξία λοιπόν, αισθητικώς μπορεί να εντοπιστεί και να οριστεί χωρίς εκπτώσεις, μόνο από …… απίστους.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)