Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Οκτωβρίου 04, 2014

Ο κάτοικος του ταφικού μνημείου της Αμφίπολης

"Λέων και εγώ ειμί"
Μία ωραιοτάτη αναπαράστασις της θεωρίας των κβάντα, κατ’ εμέ και υπό την εκλαϊκευμένην μορφήν της, καθ΄ ήν την εισέπραξα από ειδικάς εκδόσεις τσέπης,  είναι να θεωρήσει τις ως σημείον την αρχήν πιθανών εξελίξεων και ως ευθείες ακτινωτές απορρέουσες εκ του σημείου τας πιθανάς εξελίξεις ή και ως τεθλασμένας ή και ως καμπύλας κλπ – δράμα να υπάρχει και όπως θέλει ας σχηματίζεται. Και ο "τις" ας είναι "εγώ".

Ανοίγεται μπροστά μου λοιπόν η δυνατότης να υποθέσω ότι κατέχοντας έναν νέου είδους μηχανισμόν εξηγήσεως του είναι ως γίγνεσθαι κατά την θεωρίαν ταύτην, δύναμαι να αποστασιοποιηθώ των πιθανών διαφορετικών και όντως υπαρκτών εξελίξεων ενός αιτίου και να περάσω ευχάριστα φιλοσοφών, καθότι για τα όσα προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν και καθ’ οιονδήποτε πρακτικόν γραμμικόν-δραματικόν τρόπον συμβούν, τάχα κατέχω το κατά βάσιν θεωρητικόν (αφηρημένον) τους σχήμα, και η αποστασιοποίησις ουχί μόνον απότοκον σοφίας είναι, αλλά και τέχνασμα, και τα τεχνάσματα εκτιμώνται πιότερον της σοφίας, σε κάποιες εποχές τουλάχιστον, ιδιαίτερα στη σημερινή καθώς αντιλαμβάνομαι. Και έτσι να την γλιτώσω.

Αλλά η δυνατότης αποστασιοποιήσεως εξ αυτής της αφορμής, εύλογος μεν, έχει ένα ελάττωμα αντιλήψεως. Είναι άκαρδος και το επιζητά να είναι προτού καν το επιτύχει, και μάλιστα χωρίς να δύναται να το επιτύχει ποτέ. Διότι μόνον ως θέσει και φύσει άπραγος ευρίσκεσαι εις το σημείον εκ του οποίου απορρέουν αι εξελίξεις και εκεί  παραμένεις. Αν αφεθείς από αυτό, θα συμπαρασυρθείς  μοιραία ζωντανός στο δράμα.

Οι εξυπνάδες ότι τάχα είσαι απ’ έξω και κατανοείς τα πάντα είναι για όσο έχεις αφιλοτιμία. Όποιος έχει φιλότιμο είναι ήδη  νεκρός και πιθανώς κάτοικος του ταφικού μνημείου της Αμφιπόλεως.

Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2013

Η ματαιότης του Ctrl+S

Η αίσθηση ασφαλείας που νιώθουμε, ότι η μελλοντική μνημοσύνη θα βασιστεί στην αντοχή των υλικών και στον βαθμό εξέλιξης του τρόπου καταγραφής, είναι άραγε ορθή;


Φαντάζομαι ότι καθώς κάποιος σουμέριος αξιωματούχος επιθεωρούσε το ψήσιμο των πήλινων πινακίδων στις οποίες με σφηνοειδή γραφή κατεγράφοντο διάφορες συναλλαγές – ό, τι το σημαντικότερο για την εποχή εκείνη – αισθανόταν συμμέτοχος ενός τεχνολογικού θριάμβου. Και δεν μπορούσε να προεικάσει ότι όσα θα ακολουθήσουν, αναγκαίως θα μεταθέσουν  το κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης σε ένα σημείο πέρα από την αντοχή του υλικού όπου εν συνδυασμώ με την ρέουσα τυχαιότητα από τους ακκισμούς του πλανήτη (σεισμοί, κλίμα) θα καταστήσει απαιτητούς τους ειδικούς επιστήμονες που μετά από αιώνες θα διαβάσουν με αγώνα τα όσα ψήθηκαν στο καμίνι – τον πόλο έλξης του θριαμβευτικού βλέμματός του (ή μήπως άραγε βιαζόταν να τελειώνει, ώστε να πάει για καμιά ρακή με την παλιοπαρέα, ή να φυτέψει καμιά σειρά αγκινάρες στο χωραφάκι του;).


Δεν είναι η αντοχή των υλικών που ηττάται από τον Χρόνο. Η ανθρώπινη συνείδηση αλλάζει σχεδόν με περιφρόνηση για το παρελθόν το κέντρο συναρμολόγησης του Κόσμου έτσι ώστε να ηττάται η Μνημοσύνη. Μέχρι να έρθει η γενιά που θα γεννήσει τον επιστήμονα μελετητή των πινακίδων σφηνοειδούς γραφής, έχουν μεσολαβήσει σαράντα γενιές που έχουν ήδη γράψει σε πάπυρο, κατόπιν έχουν εφεύρει το χαρτί και την τυπογραφία και σχεδόν είναι έτοιμες να εποικήσουν την Σελήνη.



Συνεπώς, Ctrl+S τακτικά, αλλά και με συναίσθηση ματαιοπονίας.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013

Η κλώσσα

Η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότητα έχουν ανάγκη τον Χρόνο. Τώρα το γιατί τον Χρόνο μού ‘ρθε και τον άρχισα με κεφαλαίο, ενώ τις άλλες δυό με μικρά, μάλλον αυτό οφείλεται σε ένα είδος αντικειμενικής αντιλήψεως της υποκειμενικότητος. Διότι ο Χρόνος ως έννοια και μάλιστα άξια σεβασμού υπήρξε αρχαιοτέρα των άλλων δύο. Και αναρωτιόμουν πάντα το πώς γίνεται αντικειμενικώς να απευθύνεις τον σεβασμό σε κάτι χωρίς να γνωρίζεις την  αξία τής υποκειμενικότητας. Δηλαδή αυτή, η υποκειμενικότητα,  να είναι μία μεταγενέστερα συνειδητοποιημένη αντίληψη, η οποία αποκτά βαθμιαίως (συν τω χρόνω, χωρίς κεφαλαίο) και μάλιστα αντικειμενικώς, υπερτέραν  αξίαν της ίδιας της συνθήκης  η οποία την εξελίσσει.


Επίσης απορώ για το πώς είναι δυνατόν όλες αυτές τις μπαρούφες να τις βασίζω σε μία αρχική πρόταση που ούτε κι εγώ ξέρω πώς μού ‘ρθε. Τουλάχιστον είχα την πρόνοια να μην γράψω « Ἡ ὑποκειμενικότης καὶ ἡ ἀντικειμενικότης ἒχουσιν ἀνάγκην τὸν Χρόνον».  Διότι αν υπάρχει η μηχανή του τελευταίου και τύχει και βρεθώ μπροστά της και πατήσω κανένα λάθος κουμπί, μπορεί και να βρεθώ στην εποχή του γλωσσικού ζητήματος. Ξανά μαχαίρια. 

Ανδρέας Ρούσσης μουσική
Μιχάλης Γκανάς στίχοι

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013

φωτογράφησα τον δολοφόνο






Τρία μέτρα από την μπαλκονόπορτά μου....
Κι αναρωτιέμαι,
αν η πενία είναι
το άλλοθι της αλληλο[αυτο]εξόντωσης,
ή η αλληλο[αυτο]εξόντωση
το άλλοθι της πενίας. 

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2012

..............


"Μπορείς να κάνεις ένα διδακτορικό μουσικολογίας με αφορμή το συναίσθημα που ένιωσες ακούγοντας  ένα τραγούδι, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξανανιώσεις αυτό το συναίσθημα διαβάζοντας το διδακτορικό σου."

Η άμεση ερώτηση θα έπρεπε να είναι: γιατί οφείλω να νιώσω συναισθήματα διαβάζοντας ένα διδακτορικό; Ή έστω, γιατί οφείλω να νιώσω ίδιας ποιότητας συναισθήματα διαβάζοντας ένα διδακτορικό με τα συναισθήματα που ένιωσα και στάθηκαν αφορμή για να ξεκινήσω το διδακτορικό. Και κατ’ επέκτασιν με ποια μέθοδο φτιάχνονται οι ρήσεις;

Οι ρήσεις συνήθως είναι λογικές ταχυδακτυλουργίες. Αυτός βέβαια είναι ένας αφορισμός. Και οι αφορισμοί ουσιαστικά είναι ρήσεις. Διότι οι ρήσεις εγκυμονούν μάχες με αφορισμούς και οι αφορισμοί γεννούν μάχες με ρήσεις. 

Το μυστικό της τεχνουργίας,  βρίσκεται στην φράση «με αφορμή το συναίσθημα που ένιωσες». Αυτό αντί να στρέφει τον αναγνώστη της ρήσεως (η ακόμα χειρότερα τον ακροατή της) στο να αντιληφθεί την εξειδίκευση «εσύ ο συγκεκριμένος που το ένιωσες», λειτουργεί ταχυδακτυλουργικά. Επειδή όλοι [ως άνθρωποι] νιώθουμε συναισθήματα, μόλις διαβάσουμε την φράση «το συναίσθημα που ένιωσες» αμέσως ανατρέχουμε στο ενδόμυχο «και εμείς νιώθουμε συναισθήματα», και μάλιστα «ακούγοντας ένα τραγούδι». Το γεγονός ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε και ένα διδακτορικό εξ αφορμής ενός συναισθήματος που νιώσαμε ακούγοντας ένα  τραγούδι, μας κάνει να νιώσουμε αγαλλίαση από την διαβεβαίωση του ρήτορος ότι δεν πρόκειται διαβάζοντας το διδακτορικό που ποτέ δεν γράψαμε, να ξανανιώσουμε το συναίσθημα που θα καθίστατο αφορμή για να ξεκινήσουμε το διδακτορικό.




Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2012

[ΣΥΓ]ΚΡΙΣΗ

Έχουμε 2 προβλήματα:
Οικονομικό και εκφραστικό.
Αν επιλυθεί το δεύτερο, το πρώτο θα καταστεί ανύπαρκτο.

Κυριακή, Ιανουαρίου 08, 2012

Ανασχολιάζοντας τον Μπιλ Έβανς

“Δεν θα με ενδιέφερε ένας καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή και αυτοϊκανοποιείται βγάζοντας προς τα έξω όλα του τα προβληματικά συναισθήματα,
ίσως βέβαια κάποιοι να πλήρωναν γι' αυτό.”  Μπιλ Έβανς, από ανάρτηση του dsyk

Η φράση αυτή μού έφερε την εικόνα ενός ρόκερ που πάνω στην κορύφωση της οργής του, σπάει την κιθάρα του. Βέβαια, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα του Έβανς, η εικόνα αυτή είναι το άκρον άωτον. Αλλά την υποδέχομαι την ακραία αυτή εικόνα ως ευκαιρία για κάποιους συλλογισμούς.

Μήπως αντί για την φράση «κορύφωση της οργής του» θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τη φράση «οργιαστική κορύφωση»; Μια κορύφωση, δηλαδή, που σχετίζεται περισσότερο με αποφόρτιση καταπιεσμένου υποσυνείδητου, παρά με συντεταγμένο θυμό, η οποία μάλιστα πραγματοποιείται στα πλαίσια ενός ανάτυπου αρχέγονου οργιαστικού τελετουργικού, όπως μπορεί να θεωρηθεί μια ροκ συναυλία. Μια αποφόρτιση συνάμα αυτοκαταστροφική, μιας και στρέφεται κατά του alter ego που είναι για έναν μουσικό το όργανό του – διόλου τυχαία εδώ και η φράση «το όργανό του», μιας και η καταστροφή της κιθάρας συμβολικά ερμηνεύεται ως πράξη αυτοευνουχισμού. Και πόσο απέχει τελικά ο αυτοευνουχισμός από τη αυτοϊκανοποίηση; Νομίζω τόσο όσο ένα παρατεταμένο χειροκρότημα-παραλήρημα του κοινού που μεσολαβεί μεταξύ τους και που θα μετουσιώσει  μια πράξη αυτοαπόρριψης σε αίσθημα ικανοποίησης προερχόμενο από τη δημόσια αποδοχή της πράξης. Τότε είναι που αποχωρεί το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτοαπόρριψη» και μένει το πρώτο, έτοιμο να συγκολληθεί με τη λέξη «ικανοποίηση».

Και βεβαίως,  κάποιοι έχουν πληρώσει για να συμμετάσχουν ψυχικά και να ζήσουν από κοντά αυτό το τελετουργικό. Η πράξη του κιθαρίστα που σπάει την κιθάρα του - κορυφαία coda ενός αυτολυτρωτικού σολαρίσματος - λειτουργεί ως κάθαρση και για τους θεατές οι οποίοι ταυτίζονται μαζί του, και που δια του εισιτηρίου, τού έχουν αναθέσει να πραγματοποιήσει συμβολικά και την δική τους αυτοκαταστροφή-αυτοευνουχισμό που θα μετουσιωθεί, την ίδια στιγμή που χειροκροτούν παραληρώντας, σε αυτοϊκανοποίηση.  


Πόσο απέχει αυτή η οργιαστική μουσική ιεροπραξία από την τελετουργία της μέθεξης με ένα συμφωνικό έργο όπως η 7η του Μπετόβεν; Ίσως όσο απέχουν τα μυστήρια των Μαινάδων από την χριστιανική Θεία Κοινωνία.


------------------------
ΥΓ1 Δεν έχω ακούσει για ντράμερ που κάνει κομμάτια τα τύμπανά του.
ΥΓ2 Τώρα ήρθε στ' αυτιά μου να αντιτεθεί και η οδύνη τού άσματος "Μου σπάσανε τον μπαγλαμά"

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

ΑΧΘΟΣ...


(Ο ποιητής της Ιλιάδας, ο Δημήτρης Σαραντάκος και ο Γιάννης Παπαϊωάννου)

στην Αγγελίνα και σε μένα
η κατά Νταλί μόνη αυτονόητος εποπτεία

Οι κανόνες συμβίωσης είναι άχθος: μια ομηρική λέξη για το βάρος και το περιττό, που θέτει υπαρξιακά όρια  (Ιλιάδα Σ 104: «άχθος αρούρης» / και αιώνες μετά: «να μας βρει και μας ο Χάρος που της γης δίνουμε βάρος» [2’.00’’], Γιάννης Παπαϊωάνου).

Μια λέξη για το πολυσύνθετο, διότι δεν μιλάμε ακριβώς για την φυσική έννοια του βάρους, ούτε για κάτι που περισσεύει, πλεονάζει. Μιλάμε για κάτι που ενώ είναι χρήσιμο αν τηρείται ερμηνευόμενο με κοινωνικές συναισθήσεις (δηλαδή, ίσως, με απλοϊκές και χαρούμενες καθημερινές ωφέλειες), καθίσταται κατά την προσωπική ερμηνεία του πολύπλοκο.

Οπότε, λέμε «όχι» στους κανόνες, ενστικτωδώς, ούτως ώστε να μην απολέσουμε τις δυνατότητες μιας ρευστής ανά πάσα στιγμή ερμηνείας της συμπεριφοράς μας. Και άλλοτε πάλι, λέμε «ναι» στους κανόνες για να ωφεληθούμε της αναντίρρητης προτεραιότητας που απορρέει για μας, εφόσον κάποιος άλλος υπολείπεται κατά την τήρησή τους.
Άρα και καθίσταται μόνη ασφαλής (με την έννοια του γενικώς και αμέσως -όχι εμμέσως- προσιτού) η ισχύς ενός και μόνου βασικού κοινωνικού νόμου: ό, τι βολεύει.
Το αστείο είναι ότι αυτό το βόλεμα έχει διαφορετικές προοπτικές αναλόγως της συμπτωματικής θέσεως εκάστου που το διανοείται και φευ το αιτιολογεί, σαν να μην του είναι αρκετή η κτηνωδία του.  

Και σχεδόν ηδονίζεται (αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί,  εσύ, εγώ), ορίζοντάς το ως ευφυή προσωπική του αντίληψη τού τι ακριβώς συμβαίνει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Δεν ξέρω / δεν απαντώ ... απολύτως αντικειμενικά με κάθε επιφύλαξη....

Το απάνθρωπο είναι αναμενόμενο, όπως και το αναμενόμενο είναι ορισμένες φορές απάνθρωπο. Επίσης το ηρωικό, μπορεί να αναδειχθεί μέσα από απάνθρωπες συνθήκες, και επίσης να είναι αναμενόμενο. Αλλά και η αδιαφορία κάποιων για το ενδεχομένως ηρωικό ή απάνθρωπο, παρότι αναμενόμενο, μπορεί επίσης να είναι αναμενόμενη. Η αμηχανία μπορεί να αναστείλει την διάθεση απάντησης,  καθώς επίσης η αδιαφορία, αλλά ίσως και μια ηρωική στάση απέναντι στην έννοια του γκάλοπ. Όλα τουρλουμπούκι και απολύτως αντικειμενικά με κάθε επιφύλαξη....

[εξ αφορμής γκάλοπ στο in.gr για το τέλος του Καντάφι]

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2011

project, concept, budget

Τρεις ίδιου χρώματος και σχήματος, αλλά διαφορετικής μάρκας, καραμέλες για  εκείνους τους ελληνόγλωσσους (;) που
(1) ουδέποτε έγραψαν ως μαθητές μιαν εργασία, ή ως επαγγελματίες ανέλαβαν και έφεραν εις πέρας κάποιο έργο ή έστω έφτιαξαν κάποιο [ακριβές] προσχέδιο,
(2) ουδέποτε είχαν κάποια [φαεινή] ιδέα και
(3) ουδέποτε, φυσικά, κατήρτισαν [μετά γνώσεως]  ή διαχειρίστηκαν [συνετά] κάποιον προϋπολογισμό.

Τρίτη, Μαΐου 24, 2011

Ζωγράφοι χειρογράφων

Η δουλειά μας -μια απ' όλες- που κάναμε τόσους  αιώνες και που φαίνεται να έπιασε τόπο ήταν αυτή του αντιγραφέα. Αν κάτι μας αναγνωρίζεται ότι προσκομίσαμε ως χριστιανική Ελλάδα στο Ευρωπαϊκόν  πνεύμα (sic), είναι η άψογη ορθογραφία και η καλλιγραφία των αρχαιοελληνικών χειρογράφων. Οι ανατολίτες δάσκαλοι που ταξίδεψαν στην Αναγέννηση λίγο πριν-λίγο μετά την Άλωση, αν κάτι αντικειμενικώς κατάφεραν ήταν όχι μια ακόμη Σταυροφορία, αλλά η προσωπική τους διάσωση. Διότι οι μαθητές τους έγιναν με τη σειρά τους δάσκαλοι πάνω στην ίδια τους την πραμάτεια. Πολύ μετά, οι διδαγμένοι διαφωτιστές μας πρώτιστα πάλεψαν με τον τρόπο διατύπωσης και δευτερευόντως με τα διατυπούμενα - το ότι δεν γίναμε εντελώς τσίρκο μιας αρχαιόπληκτης οπερέτας οφείλεται στο αντίβαρο της Εκκλησίας μας , των υπαιθρίων ηθών και εθίμων μας και σ’ όσους είχαν μάτια να τα δουν κι αφτιά να τα αφουγκραστούν. Αλλά ιδού και που ο νεο-νεοελληνισμός μας, εν τέλει, συνοψίστηκε σε έναν κατασκευασμένο χορό, προϊόν μιας χορογραφίας για μια ταινία - μεταφορά μυθιστορήματος στο σινεμά: Το συρτάκι. Ζορμπά λε Γκρεκ..  Αυτή ήταν όλη η πραμάτεια της σύγχρονης κουλτούρας μας. Προνοητικότατη προτύπωσις μιας οψίμου επιχειρήσεως:  Υπουργείον Πολιτισμού και Τουρισμού. Διότι δεν μπορέσαμε εν τέλει να κατισχύσουμε της κινηματογραφικής εικόνας που οι  φιλέλληνες του 20ου αιώνα απέκτησαν  για μας - ήδη είχαμε προδώσει τις αρχαιολάγνες προσδοκίες που ήθελαν   τα παλληκάρια του 1821 να φοράν χλαμύδες. Αλλά και τώρα βέβαια δεν θα βρεις ούτε έναν μπουζουξή στην Πλάκα – πόσο μάλλον μουστακαλή με κουστουμάκι. Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν γίνει αυτοαναφορικά: δια συνεστιάσεις συλλόγων απανταχού Νησιωτών, Ηπειρωτών, Θεσσαλών, Μακεδόνων, Θρακών,  Κρητικών και χαμένων πατρίδων. Οι γνήσιοι (sic) τουρίστες πάνε κατ’ ευθείαν με τσάρτερ στις αμμουδιές. Δεν υφίσταται και δεν νοιάζει κανέναν το κουλέρ-λοκάλ των ταινιών του ’60 . Η μέλλουσα Φλώριδα της Ευρώπης είναι η Ελλάδα. Έπαθλον βορείων συνταξιούχων που αναζητούν θερμά κλίματα για τα αρθριτικά τους. Άνθρωποι αγράμματοι, που δεν συγκινούνται ούτε από πενιές, ούτε από μαρμάρινους  στύλους, ούτε από αρχαία χειρόγραφα, κινούμενοι εν μέσω θαυμαστών αντιγραφέων τους.  Το αστείο βέβαια είναι ότι και οι περισσότεροι αντιγραφείς χειρογράφων –οι οποίοι υπέφεραν επίσης στα γεράματά τους από αρθρίτιδες στα δάχτυλα- ήσαν αγράμματοι. Δεν αντέγραφαν με επίγνωση. Είχαν όμως μία αξιοθαύμαστη δεξιότητα παιδιόθεν κτηθείσα: Ζωγράφιζαν πειθαρχικώς και με ακρίβεια αυτό που έβλεπαν.

Σάββατο, Μαΐου 14, 2011

Η Μέση Γλώσσα

«Για να πάρετε blogger πίσω σε κανονικό, όλες τις θέσεις από το 7:37 π.μ. PDT για Weds, 5 / 11, έχουν διαγραφεί προσωρινά. Αναμένουμε τα πάντα να είναι πίσω στο φυσιολογικό σύντομα. Συγγνώμη για την καθυστέρηση.»

Ayth 8ewrw oti einai h proektash twn greeklish.....

ή άλλως η [ενδ[ε]ιά]μεση γλώσσα
 εμποτισμένη με ένα είδος μελλούμενης ποίησης

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011

οικο[ογκο]λογίες



Οι λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος μολύνουν συστηματικά το περιβάλλον και πρέπει σταδιακά να καταργηθούν.

Να φτιάξουμε άλλες μονάδες, ξέρετε, .... απ' αυτές που μολύνουν το περιβάλλον μια κι έξω.

Τρίτη, Μαΐου 18, 2010

-Την πολιτιστική σας ταυτότητα παρακαλώ.... Συλλαμβάνεστε.



Το ζήτημα που ονομάζεται «πολιτιστική ταυτότητα» έχει ως προσφιλές πεδίο μάχης την τέχνη της μουσικής.

Η λογοτεχνία για παράδειγμα, έχοντας ως προφανές και οριοθετημένο εκφραστικό εργαλείο τη γλώσσα του λογοτέχνη, αυτομάτως, με κριτήριο την εθνικότητα της γλώσσας, επιλύει το ζήτημα της εθνικής υπόστασής της. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ήδη από την εποχή των μεσαιωνικών ρομάντζων, η γλώσσα και όχι η φόρμα, όχι το λογοτεχνικό είδος, όχι το ύφος, είναι το κριτήριο για να προσμετρηθεί ένα ποίημα στην ελληνική παραγωγή. Ο Ερωτόκριτος, ως είδος και ως φόρμα, αλλά και δια του ύφους του, ενώ ανήκει στα μεσαιωνικά ρομάντζα της ιπποσύνης, διά της γλώσσας θεωρείται ελληνική ποίηση. Το ανάλογο ισχύει και για τα σονέτα. Το σονέτο είναι ένα ιταλικό είδος ποίησης (πρωτοεμφανίστηκε τον 13ο αιώνα, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και επιβίωσε για αιώνες - στην φόρμα του γράφαν ποιητές ακόμα και της ρομαντικής εποχής). Αλλά ένα σονέτο στην ελληνική γλώσσα θεωρείται ελληνική ποίηση. Τόσο ελληνική όσο και ένα δημοτικό τραγούδι.

Με τη ζωγραφική πάλι, το ζήτημα δεν τίθεται καν. Η προσωπικότητα του Γκρέκο έχει ήδη από την εποχή της Αναγέννησης ακυρώσει κάθε δίλλημα στις νεοελληνικές συνειδήσεις έστω και εάν ο Κόντογλου προσπάθησε να ξαναθέσει το ζήτημα. Το ίδιο το ρεύμα της Αναγέννησης, άλλωστε, λόγω της ελληνοκεντρικότητάς του βρίσκεται στο απυρόβλητο, και ως προπάτορας θεωρούμενο των εικαστικών ρευμάτων που ακολουθούν έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, απαλλάσσει και αυτά από κάθε κατηγορία. Οπότε, η ζωγραφική του Λύτρα θεωρείται ελληνική, δημιουργώντας το κεκτημένο για κάθε έργο Έλληνα ζωγράφου ή εικαστικού να θεωρείται ελληνικό, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο πλην της καταγωγής του ζωγράφου.

Με τον χορό τα πράγματα ακόμα πιο απλά. Υπάρχουν οι δημοτικοί, οι λαϊκοί, οι μοντέρνοι χοροί, και … ο χορός. Αλλά δεν νοιάζεται κανένας - δυστυχώς ο χορός δεν έχει αποκτήσει ακόμα την παρουσία που του αξίζει, παρότι υπάρχουν πολλοί αξιολογοι δημιουργοί.  Περίπου έτσι είναι τα πράγματα και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Μοιάζει να είναι σαφές στον καθένα ότι ελληνικό είναι ένα έργο αν προέρχεται από Έλληνες δημιουργούς, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, όπως συμβαίνει και με τις ελληνικές ομάδες μπάσκετ που μας γεμίζουν εθνική περηφάνια όταν παίζουν στο φάιναλ φορ. Μπορεί τα ζητήματα πολιτιστικής ταυτότητας να απασχολούν τους δημιουργούς, όχι όμως και το κοινό. Μόνον το κοινό της μουσικής έχει το προνόμιο να προβληματίζεται περί εθνικής ταυτότητας. Ιδού:

Αντιμετωπίζεται, άραγε, με τον ίδιο τρόπο μία όπερα όπως η Φλόρα Μιράμπιλις του Σπυρίδωνος Σαμάρα, η οποία μάλιστα έχει ιταλικό λιμπρέτο και έκανε καριέρα στην Σκάλα του Μιλάνου; Θεωρείται έργο που έχει τα ίδια διαπιστευτήρια ελληνικότητας με ένα τραγούδι του Βαμβακάρη;

Αφήνω, στην άκρη το ότι σε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη μπορούμε να βρούμε βασικά μουσικά στοιχεία κοινά με την παράδοση της τουρκικής μουσικής – σας προκαταλαμβάνω μάλιστα, σπεύδοντας να πω ότι τόσο αυτό που ονομάζουμε [νέο]ελληνικό όσο και αυτό που ονομάζουμε τουρκικό, συνέζησαν και συνομίλησαν επί 400 χρόνια, και μάλιστα υπό άλλην ονομαστική σκέπη: ρωμαίικο και οθωμανικό.


Αν όμως τα ειδολογικά πλαίσια δεν είναι κριτήριο εθνικότητας για την λογοτεχνία, και τις άλλες τέχνες, πώς γίνεται και έχουμε τόσο σαφή άποψη και συνάμα σύγχιση (sic) περί της ελληνικότητας, ή της τουρκικότητας, ή της ιταλικότητας ενός μουσικού έργου. Νομίζω, ότι η οιαδήποτε κρίση περί αυτού εκπορεύεται από τις μετρήσεις οικειότητας που αυθόρμητα κάνει ο καθένας μας σε ένα έργο εκκινώντας από όσα βιωματικώς του έχουν ενσταλαχθεί μέσω των τραγουδιών που ακούει από μικρός. Ο αυτοματισμός ελληνικός στίχος = ελληνικό τραγούδι είναι το βασικό κριτήριο ταξινόμησης. Από κει και πέρα, η ρυθμολογία, η ηχητική, το ύφος, αντί να αποτελούν ειδοποιά στοιχεία, αποτελούν αδιάφορα παρελκόμενα.

Η Φλόρα Μιράμπιλις στα αφτιά του Έλληνα είναι ιταλική όπερα. Και το περίεργο δεν είναι αυτό. Το περίεργο είναι ότι ο Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη στη συνείδηση του κοινού είναι ελληνικό έργο. Παρότι η ηχητική, το ύφος (όχι το ύψος) είναι παρόμοια. Λοιπόν; Τι είναι αυτό που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα έτσι; Γιατί ο Μπετόβεν ή ο Βέρντι θεωρείται πολιτιστικός εισβολέας, όχι όμως και ο Τζιότο ή ο Πικάσο ή ο Γκαίτε, ή ο Πήτερ Στάιν. Και γιατί ο Ξενάκης, ο Σκαλκώτας, ο Μητρόπουλος, θεωρούνται σύμμαχοι του Μπετόβεν στην πολιτιστική του εισβολή;

Διότι και τα δάκρυα για την Κάλλας χύθηκαν όχι για τη φωνή της και γι αυτά που θεϊκά όπως τα τραγουδούσε δεν θα ξανακουστούν, αλλά για το μελό όπως παρουσιάστηκε του βίου της, και πρώτ’ απ’ όλα επειδή ήταν δικό μας κορίτσι. Ελληνίδα. Διότι δεν μας αρέσει ο Μπετόβεν. Μας αρέσει όταν τον ερμηνεύει ο Σγούρος.

Κακά τα ψέμματα. Το ελληνικό κοινό θρέφεται με τραγούδι. Και γι αυτό κάλλιστα μπορεί να μιλάει για ελληνικό ροκ, αλλά πάντα θα ακούει με δυσπιστία και θα αντιμετωπίζει ως ξενόφερτο ό, τι άλλο δεν συγκαταλέγεται στο είδος «τραγούδι». Τα όσα διαπραγματεύεται το τούρκικο φιλμάκι μας εκπροσωπούν πλήρως για το πώς αντιλαμβανόμαστε μουσικώς (αλλά και γενικώς) την έννοια πολιτιστική ταυτότητα και κατ’ επέκτασιν την έννοια πολιτιστική εισβολή. Και μάλιστα το ότι τα δόρατα του δημοτικού τραγουδιού - ευπρόσδεκτη η συμμαχία των türkü - κατανικούν τα τυφέκια των λακέδων του Μπετόβεν, είναι κάτι που εξακολουθεί να μας γεννά αισθήματα ικανοποίησης και περηφάνιας, και ας μη ζούμε στο 1974.

Ας πολεμήσουμε λοιπόν στερεοτύπως "τη λαίλαπα του ΔΝΤ" με τη Λέγκω του Μαρκόπουλου. Δοκιμασμένο όπλο. Μόνο που στρέφεται κατά του μυαλού μας.

Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

Τι εστί συναναστρέφομαι:

:Είμαι ευθύς (άρα και μη ανεστραμμένος), και με το κλικ και τους συνδέσμους, και με το σχόλιο του ενός και σχολιάζοντας τον άλλον, όλοι μαζί ... τούμπα.
Το άλλο βέβαια είναι να μην το ευχαριστιέσαι όλο αυτό και να κρύβεσαι εις περιορισμένην μεν, κατά τα άλλα έκθεσιν δε, και να στοιχηματίζεις - κάποιες απ' τις πολλές φορές μάλιστα, ως εγωπαθής ρόκερ, που περιμένει από τη διαδοχή "τονική-δεσπόζουσα" να του βγάλει ήθος αναζήτησης το ντιστόρσιον της πεταλιέρας.

Εν είδει περιοχής Υπαπαντής,
με παστέλια και γαλακτομπούρεκα.

-Τον ηχολήπτη τον Κυριάκο, τον ξέρεις; ..... Αυτός κάνει "ΗΧΟ".

Σήμερα, πάλι θυμήθηκα τον παππού μου. Αύριο θα πάω πρωί-πρωί να πάρω μαύρο ψωμί και παστές σαρδέλες. Θα βγάλω από τρεις σαρδέλες το κοκκαλάκι σχίζοντάς τις στα δυο και θα τις βάλω στο λάδι, και κατά τις δέκα και μισή θα κόψω μια γκωνάρα απ' τη φρατζόλα, θα την σκίσω με το μαχαίρι στη μέση, θ' αλείψω λάδι την ψύχα και θα βάλω τις σαρδέλες μέσα, θα ζουμπήξω να ποτίσει και θα φάω σαν άνθρωπος.

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2008

ένα αρμονικό πρόβλημα σε εποχή κρίσεως

...καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφω, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς· 7 καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται, καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα. 8 καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ. 9 καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσιν, οὐδὲ μὴ δύνωνται ἀπολέσαι οὐδένα ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅτι ἐνεπλήσθη ἡ σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον ὡς ὕδωρ πολὺ κατακαλύψαι θαλάσσας.
ΗΣΑΙΑΣ, ΙΑ 6-9.


και μαζί θα βόσκει ο λύκος με τ' αρνί, κι η λεοπάρδαλη θα κοιμάται πλάι στο ερίφι, και το μοσχάρι κι ο ταύρος κι ο λέοντας μαζί θα πάνε για βοσκή κι ένα παιδί μικρό θα τα οδηγεί. Και το βόδι με την αρκούδα μαζί θα βόσκουν κι αντάμα τα παιδιά τους, κι ο λέοντας και το βόδι παρέα θα τρώνε άχερα. Κι ένα παιδάκι νήπιο μέσα στης κόμπρας την φωλιά και πάνω κει που πλαγιάζουν τα μικρά της το χέρι του θα βάλει. Και κακό δεν θα του κάνουν, κανείς δεν θα μπορεί κανένανε να βλάψει πάνω στο όρος το άγιό μου, γιατί σύμπασα η χώρα γέμισε από την κατανόηση της φύσης του Θεού, όπως νερό πολύ τις θάλασσες σκεπάζει.


Όταν πρωτοδιάβασα αυτές τις γραμμές του Ησαΐα πανικοβλήθηκα. Στον κόσμο αυτόν τον ανακαινισμένο που προφητεύει ο Ησαΐας ποια μουσική ταιριάζει; Πρέπει να λάβω τα μέτρα μου. Αν και η ανακαίνιση του κόσμου είναι απ’ ότι φαίνεται μακριά, ποτέ δεν ξέρεις. Έπρεπε λοιπόν να προλάβω να ακούσω όλον τον Μπετόβεν, γιατί η μουσική σκηνή του ανακαινισμένου κόσμου μάλλον δεν θα είχε θέση γι αυτόν. Για τον Σένμπεργκ δεν το συζητώ, άσε τον Χρήστου ή τον Ξενάκη. Ούτε ο Μπαχ ούτε η αναγεννησιακοί καλά-καλά δεν θα έχουν θέση. Το ενδεχόμενο στη μετά τη μέλλουσα κρίση εποχή να εκλίψει ο μεσαιωνικός μουσικός εφιάλτης, (ο diabolus in musica, το σατανικό τρίτονο, ο άρχων της διαφωνίας, ο υποδαυλιστής των αντιθέσεων), είναι πλέον βεβαιότης.
Γενικώς οιαδήποτε μουσική προβάλλει την έννοια της αντίθεσης και ειδικότερα στηρίζεται σε συνηχήσεις πέραν των καθαρών διαστημάτων της οκτάβας της πέμπτης και της τέταρτης, και οιαδήποτε μουσική χρησιμοποιεί τα αυξημένα και ελαττωμένα μελωδικά διαστήματα δεν έχει θέση στο «ὄρος τὸ ἅγιόν» της προφητείας. Άρα και ένα μεγάλο μέρος τού Βυζαντινού μέλους, όπου δηλαδή χρησιμοποιείται το χρωματικό γένος, θα μείνει έξω κι αυτό. Ας μη συζητάμε για ρεμπέτικα, (που ως γνωστόν κατάγονται απ’ ευθείας από το Βυζάντιο, δεν θυμάμαι ακριβώς την περιοχή). Μόνον το Γρηγοριανό μέλος και ο Τζων Τάβενερ (του 20ου αιώνα, όχι ο πρόγονός του ο Τάβερνερ του 16ου - μην τον μπερδέψετε τώρα με τον Ηλία του 16ου) αυτοί και μόνον αυτοί βλέπω να παίρνουνε βίζα. Εμ, το ‘χαν προβλέψει φαίνεται και είχανε λάβει τα μέτρα τους. Προσεχτικοί με τα μελωδικά διαστήματα οι γρηγοριανοί, κυρίως πεντατονική η υφή της μελωδίας τους, και ο Τζων όλο παράλληλες πέμπτες και τέταρτες. Κι είναι και ορθόδοξος. Άκου, Άγγλος και ορθόδοξος…. Πάντως με αυτές τις προδιαγραφές θα πάρουν διαπίστευση τόσο η παραδοσιακή κινέζικη μουσική, όσο και η ηπειρώτικη, αν και επειδή χρησιμοποιούν πολύ το γκλισάντο, θα πρέπει να περνάνε κάθε δεκαπέντε από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής για ανανέωση της διαπίστευσης, εκτός κι αν αποδεχτούν να υποβληθούν σε γκλισαντεκτομή. Φρίκη.

Με μία δεύτερη ανάγνωση είπα να δω πιο στρατηγικά το θέμα. Μήπως να ψάξουμε για αντιστοιχίες; Της αρμονίας ο λύκος να είναι οι διάφωνες συνηχήσεις, και τ’ αρνί οι σύμφωνες. Η πάρδαλη να είναι της ρυθμικής αγωγής το ορμητικό vivace, και το ερίφι το παιχνιδιάρικο allegretto. Το μοσχάρι, ο ταύρος και ο λέων να είναι θεματικές αντιθέσεις που συμπορεύονται αντιστικτικά με απλότητα παιδική. Και το βόδι και η αρκούδα…… Μπα. Δεν προχωράει, άσε που θα μας πάρουν στο ψιλό και τα παιδάκια του κατηχητικού.

Ποια μουσική ταιριάζει, να πάρει η ευχή; Κι αν αυτή ταιριάζει, κι εμένα δε μου ταιριάζει; Μιλάμε τότε για Γκουαντάναμο, όχι για Όρος Άγιον. Ψυχραιμία.
Στο άγιο το όρος της προφητείας του, ο Ησαΐας βλέπει όλα τα είδη. Δεν βλέπει μόνο αρνάκια, εριφάκια, μοσχαράκια. Οι κόμπρες, οι λύκοι, οι αρκούδες, τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις είναι εκεί έχοντας απολέσει την επικινδυνότητά τους. Και μόνη ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτή τη ζωγραφιά τα παιδιά, το «μικρόν» και το «νήπιον». Φυσικά. Γιατί όλα αυτά τα ζώα δεν είναι παρά χαρακτήρες ανθρώπων στους οποίους ο ανακαινισμένος κόσμος έχει εμφυσήσει γνώση. Και τα χαρακτηριστικά τους χωρίς να αλλάζουν, χάνουν ωστόσο την όποια καταστροφική ή αυτοκαταστροφική δύναμη. Η θεία γνώση εμπνέει όχι μόνον τους λύκους αλλά και τα αρνιά που είχαν σχεδόν μάθει να πιστεύουν ότι η πραότητά τους είναι δειλία. Και τα παιδιά καθοδηγούν γιατί ξέρουν και χαίρονται να παίζουν.

Ποια μουσική ταιριάζει στον ανακαινισμένο κόσμο; Η μουσική, απλώς η μουσική.
Γιατί αυτή συνειδητά εναρμονίζει τις αντιθέσεις χωρίς να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά τους. Άλλωστε, η μουσική παίζεται.

Ε, τότε …. πάω όρος άγιον.

Βρε κάτι ανησυχίες εν μέσω οικονομικής και όχι μέλλουσας κρίσεως.......

Δείτε το βιντεάκι. Είναι σχετικό και έχει πλάκα.

Kaamelott - The perfect fifth

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

Το κόσκινο του Ερατοσθένους και το κόσκινο .... του Δημοσθένους

Το κόσκινο του αρχαίου μαθηματικού Ερατοσθένους, είναι μία μέθοδος διαχωρισμού από το σύνολο των ακεραίων τών αριθμών εκείνων που ονομάζονται Πρώτοι (διαιρούνται μόνον από τον εαυτό τους και την μονάδα).

Το κόσκινο του Δημοσθένους; Πιθανώς η δαμόκλειος σπάθη δικαστικών αγωγών που ίσως και επιζητούν να επιβάλουν την υποχρεωτική χρήση moderator (ελληνιστί "διαμεσολαβητού") ή και -αργότερα- supervisor (ελληνιστί "επιθεωρητού", άλλως "υπερόπτου").






Το Google και ο Blogger δίνουν τις εξής γνωστές σε όλους δυνατότητες επιλογής του τρόπου που θα καταχωρούνται τα σχόλια των αναγνωστών στα ιστολόγια:

Ανώνυμα
Επιλεκτικώς, Ψευδώνυμα ή Επώνυμα (χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης)
Προσδιοριζομένης Προελεύσεως (που αναφέρονται σε κάποιο σταθερό προφίλ χρήστη ή παραπέμπουν σε ιδιοκτήτη ιστολογίου, όχι απαραιτήτως επώνυμο ή καλύτερα αυτοαποκαλυπτόμενο).
Προσφέρεται ακόμα και η δυνατότητα, επιλεκτικά σε κάποιο από τα δημοσιεύματά του, ή και σε όλα, ο διαχειριστής του ιστολογίου να μην επιτρέψει την ανάρτηση σχολίων.

Επίσης, προαιρετικά, οι προσφιλείς κατά πολλούς ξενιστές μας Γούγλης και Μπλόγγης, προσφέρουν στον διαχειριστή ενός ιστολογίου την δυνατότητα χρήσης "αναγνωστικής επαλήθευσης", κοινώς word verification. Η διαδικασία αυτή είναι ένα μικρό τείχος το οποίο περνώντας το, ο σχολιαστής, αποδεικνύει ότι δεν είναι μηχανή και ότι το σχόλιό του δεν είναι spam (ήτοι, "καρυκευμένο κρέας σε κονσέρβα", sic). Έπειτα, αφειδώς, μας παρέχουν και τη δυνατότητα χρήσης moderator, ένα είδος κόσκινου δηλαδή που επιτρέπει στον κάθε διαχειριστή ιστολογίου, εφόσον το επιθυμεί, προ της αναρτήσεώς τους, να επιθεωρεί και να κοσκινίζει τα σχόλια, και όσα απ’ αυτά χωρούν στις τρύπες του κόσκινού του, (για να μην παρεξηγηθώ: πληρούν τις προϋποθέσεις αρμονίας που ο ίδιος θέτει είτε εν γνώσει του υποκειμενικά, είτε θεωρώντας τες αντικειμενικές –υποκειμενικά πάντα), να περνούν, όσα δε, δεν χωρούν, να μένουν απ' έξω, ως ουδέποτε γενόμενα. Παράλληλα, ο moderator, δίνει στον διαχειριστή μιαν μέσες-άκρες δυνατότητα να ελέγχει την προέλευση των σχολίων, και με αυτό τον τρόπο (ο διαχειριστής) επιλέγει να σχολιάζεται μόνον από αυτούς που με παρρησία αναλαμβάνουν την ευθύνη των λόγων τους, διότι δηλώνουν υποχρεωτικά όνομα και ηλεκτρονική διεύθυνση. Κορωνίς, προσέτι, όλων των δυνατοτήτων ελέγχου τών σχολίων που έχει κάθε διαχειριστής ιστολογίου είναι η δυνατότητα διαγραφής όποιου σχολίου θεωρεί ότι δεν συνάδει με τα ήθη του ή την αισθητική του.

Όταν κάποιος δημιουργεί ιστολόγιο, όλα αυτά θα πρέπει να τα γνωρίζει. Το ίδιο και όποιος σχολιάζει σε ιστολόγια, ή περιδιαβαίνει σ' αυτά. Και να μην ξεχνά, ότι καμία από τις ανωτέρω δυνατότητες ελέγχου τών σχολίων δεν ορίζεται ως υποχρεωτική, γι αυτό άλλωστε και προσφέρονται ως δυνατότητες. Οπότε, παρόλο που οι άνθρωποι έχουμε την τάση να κρίνουμε τις συμπεριφορές των άλλων (και πολύ λιγότερο να ασκούμε αυτοκριτική), στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιλογές που είτε συμπτωματικά, είτε προληπτικά, κάνει καθείς από μας στον τρόπο διαχείρισης των σχολίων τού ιστολογίου του, δεν προσφέρονται για κρίσεις, (επειδή ακριβώς αξιοποιούν τις προαναφερθείσες δυνατότητες προαιρετικά) πολύ δε περισσότερο δεν θα έπρεπε να οδηγούν σε … κρίση.

Για να προσθέσω ότι έχω την πεποίθηση ότι ο σχολιάζων, ύστερα διαλέγεται αλλά πρώτιστα αυτοσχολιάζεται. Ο δε συγγράφων ύστερα αναλύει και πρώτιστα αυτοαναλύεται.

Κυριακή, Μαρτίου 30, 2008

Αβάντι μαέστρο

Οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις που δεν χρειάζεται να υπάρχουν για την ουσία, αλλά δημιουργούνται για να νομιστεί ο τύπος, είναι η βάση της ανάδειξης των ψευτοαρχηγών.
Πιο απλά. Οι άνθρωποι, όταν λένε ότι θέλουν να κάνουν κάτι, όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με άλλους, και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να το κάνουν επειδή δεν το έχουν εννοήσει, είτε σε βάθος, είτε σε πλάτος, τότε έχουν ανάγκη κάποιον να συντονίσει την παρανόηση.
Στην περίπτωση που κάποιος θέλει να κάνει κάτι μόνος του, αλλά βρίσκεται σε ανάλογη αμηχανία, αν ατυχήσει και δεν συναντήσει τον δάσκαλο, (ή αν έχει την τάση να δελεάζεται) τότε αναδεικνύεται ο ψευτοδάσκαλος.
Αν για παράδειγμα κάποιοι θέλουν να χτυπήσουν 60 παλαμάκια μέσα σε ένα λεπτό, όπου κάθε παλαμάκι θα απέχει από το άλλο κατά ένα δευτερόλεπτο, τότε χρειάζονται κάποιον που με την κίνηση του χεριού του θα τους δείχνει το ακριβές χρονικό σημείο κάθε κτύπου και παράλληλα με έναν σωματικό παλμό θα τους προδιαθέτει να τον πετύχουν. Χρειάζονται μαέστρο. Αν πάλι κάποιος πρέπει να μάθει πώς μόνος του θα χτυπάει 60 παλαμάκια ισόχρονα μέσα σε ένα λεπτό, χρειάζεται ένα δάσκαλο να του δείξει τον τρόπο.
Ο ψευτοαρχηγός στο συγκεκριμένο παράδειγμα θα ήταν αυτός που θα δεχόταν να συντονίσει κάποιους που θα ήθελαν να πετύχουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα χωρίς να έχουν περάσει από τη φάση της ατομικής εκμάθησής του με ένα δάσκαλο. Ο ψευτοδάσκαλος στο ίδιο παράδειγμα θα ήταν αυτός που αντί να διδάξει τον τρόπο εκμάθησης, θα ομιλούσε γενικώς περί του πόσο ευτυχείς θα είναι όσοι ομαδικώς επιτύχουν το περί ου ο λόγος αποτέλεσμα, το οποίον επιτυγχάνεται τάχα, όχι επί τη βάσει της ατομικής εξάσκησης και παιδείας, αλλά δια της μαγικής χειρός του μαέστρου.

Μπορεί το παράδειγμα να φαίνεται απλό, επειδή όλοι συνοδεύουμε με παλαμάκια τον Νταλάρα (αυτός μου ήταν πρόχειρος). Αλλά, μία αναδρομή στα παιδικά μας χρόνια θα μας θυμίσει το πώς το κατακτήσαμε.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Τι είναι η ποίηση; Όχι γενικώς. Ειδικώς, για την θείτσα μου την Πιπίνα, τη συχωρεμένη. Η ερώτηση γίνεται σε ενεστώτα για να τονιστεί η αντοχή της τέχνης στον χρόνο, μια εκδοχή αθανασίας που πιστεύω δεν ανήκει μόνο στα τεχνουργήματα, αλλά και σ’ όσους τα απήλαυσαν.

Η ποίηση, ως πεδίον που εκτήθη από την θείτσα Πιπίνα, την Πιπίνιζα, το Πιπινάκι, κατά την εις πολλά και άλλα τυρβάζουσα του βίου της πορεία, μπορεί να πάρει, πιστεύω, τη μορφή μιας ενιαίας έκδοσης, όχι πολυσέλιδης. Το μόνο βιβλίο που κράτησε στα χέρια της ήταν ο Τσελεμεντές. Και αυτό σπανίως. Συνήθως κατέφευγε στο συνταγολόγιο που είχε απ’ τη μάνα της, γραμμένο με μελανομόλυβο, μολύβι που έγραφες σαλιώνοντας τη μύτη του και η γραφή του έμενε ανεξίτηλη. Η μόνη της επαφή με την τέχνη της ποίησης, ήταν η καθημερινή ευλαβική ανάγνωση, καθώς και η αποστήθιση, των τετραστίχων του ημερολογίου, και ως ήτο αναμενόμενον, το τετράστιχον της επομένης κατελάμβανε στην μνήμη της τον χώρον του τετραστίχου της προηγουμένης, έτσι ώστε ως έρμα να παραμένει μόνον το μορφικόν πλαίσιον: τετράστιχον εκ δύο διστίχων, απαρτιζομένων από οκτασύλλαβον και επτασύλλαβον, των επτασυλλάβων ομοιοκαταληκτούντων συνήθως:

«Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο
ποτές να μην ξυπνήσω,
γιατί με την αγάπη σου
ποθώ να ξεψυχήσω.»

Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι, αν ο ΟΙΚΟΣ ΔΑΡΕΜΑ (συστηματικός εκδότης επίσης του «Καζαμία») απεφάσιζε ποτέ να εκδώσει εις ενιαίαν συλλογήν το σύνολον των τετραστίχων που δημοσίευε επί σειράν ετών στα «ημερολόγια ποιημάτων», τότε θα προέκυπτε η Πιπίνιος Ποιητική Συλλογή.

Όλως δικαίως, λοιπόν, για την ποιητική της παιδεία, το Πιπινάκι, χασκογελούσε, όποτε έβλεπε στην τηλεόραση ελληνικές ταινίες που διακωμωδούσαν την καρικατούρα του Ελύτη, ή του Εμπειρίκου, ή του Σεφέρη:

«Μαύρα κοράκια,
κόκκινα κοράκια,
Πράσινα κοράκια,
κίτρινα κοράκια,
Ωιμέ, ωιμέ».

Κάτι σαν να ‘ξερε, σα να συνδύαζε, κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ της. Είχε αίσθηση της φόρμας, και αντιλαμβανόταν αμέσως τον πυρήνα της διακωμώδησης. Δεν ήσαν τα ποικιλόχρωμα κοράκια το πρόβλημα. Ο κινηματογραφικός ποιητής Φανφάρας, κατά συνεκδοχήν καρικατούρα απάσης της συγχρόνου ποιήσεως, ήτο γελοίος διότι απετύγχανε στον σχηματισμό αποδεκτής για το Πιπινάκι φόρμας.

Και τώρα επιτρέψατέ μου να σας αναφέρω, ως επίμετρον, ότι το Πιπινάκι, ήτο θρήσκο. Βαριόταν όμως τον τακτικό εκκλησιασμό, και ως δικαιολογία κάθε Κυριακή έβρισκε τον φόρτον της παρασκευής του πολυπλόκου ροζ-μπιφ της. «Πήγαινε εσύ Παναγιώτη και άναψε ένα κερί και για μένα, εγώ σηκώθηκα από τα άγρια χαράματα να προλάβω τη λειτουργία και ακόμα δεν έχω τσιγαρίσει το κρέας», έλεγε στον κουνιάδο της, τον παππού μου. Δεν έχανε όμως ποτέ Χαιρετισμούς. Με τη σύνοψη στο χέρι και το σκαμνάκι της, πήγαινε νωρίς- νωρίς στην εκκλησία να πιάσει πόστο. Όταν γυρνούσε, καταπιανόταν πάλι με την κουζίνα, ωστόσο με οίστρο έψελνε: «Άγγελος πρωτοστάτης…». Ήξερε όλον τον Ακάθιστο απ’ έξω. Ήξερε και το όνομα του Ρωμανού του Μελωδού. Μόνον που δεν ήξερε ότι πρόκειται για ποίηση. Αλλά κι εμείς που το ξέρουμε, παρ’ ολίγον θα την βγάζαμε περίπου άμουση, γιατί σχεδόν έχουμε ξεχάσει ότι η Ιερά Σύνοψις, είναι συνάμα και μια ποιητική συλλογή, ίσως η πλέον λαϊκή.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)