Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προς [την] ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προς [την] ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2005

ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ 1

Η ένταση,
το άκριτα διαυγές
και σαν περιπλοκάδες
αυξανόμενο έλλειμμα
μιας εφηβείας στοχαστικής
(που ενώ ανακάλυπτε
τη στερεοφωνία,
ταξίδευε εγωιστικά
στα άδυτα των τζουκ-μπόξ,
καβάλα σ’ ένα δίφραγκο)
ακόμα περιεργάζεται
τη ζωή
σαν τρύπα ανταποδοτική,
που τίποτα δε σου χαρίζει.

Τώρα οι αστείρευτες πηγές,
τώρα τα κολοκοτρωναίικα τσαπράζια,
το διαγούμισμα των ωκεάνιων αρνήσεων
και η διαπόμπευση της πέρα από τα σύνορα
φυλής των συνευρέσεων.

Η έκθεση θα διαρκέσει τρεις μέρες,
ελεύθερο πάρκινγκ,
προσκλήσεις μόνον για εμπόρους...............

ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

«....ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει,
μού άρπαξε την ψυχή μου και τη τράνταξε ίδια,
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει
μέσα στους δρυς φυσoμανώντας...».
Σαπφώ-Ελύτης


Ο ιχνηλάτης,
ο πρόσφορος,
αυτός με το πλατύ καπέλο
ο συμπαθής ιθαγενής,
κατέχει επάξια
τη θέση έξω-αριστερά στη μνήμη μας.

Συνήθως,
οι πληρωμένοι ανιχνευτές
τις καλοκαιρινές βραδυές,
κινούνται προς τα δεξιά.
Ευδιάθετοι,
ακολουθούν τα βήματα του σεναρίου
και πρόθυμα εξευτελίζονται αδειάζοντας
στο πλάι μιας σκηνής επουσιώδους
ένα μπουκάλι ουΐσκι.

Είναι ινδιάνοι,
εξομώτες, μα ωστόσο
ινδιάνοι.

Τι και αν πρόθυμα προδίδουν τη φυλή τους
για ένα ρόλο ταπεινό.
Τι κι αν το όνομά τους αναγράφεται
στη θερινή οθόνη,
αφού τα φώτα ανάψουν,
κι αφού εκμαυλιστεί ο άσπρος τοίχος
μ’ αυτό το φως που εξισώνει
την προτύπωση των πράξεων τους
με τη θολή αϋπνία μας.

(-Φάγαμε το χοτ-ντογκ,
ήπιαμε μπύρα,
ας πάμε περπατώντας.
-oχι, ας πάρουμε ταξί. Νυστάζω.)

Οι ινδιάνοι από μικροί
μαθαίνουν προσευχές,
τα βήματά τους συντροφεύουν
τ’ απόκοσμα όνειρά μας
κι είναι γνωστό
ότι απ’ το Μάρτιο και πέρα
δεν τρώνε ζάχαρη-
-έτσι αποφεύγουνε το τσίμπιμα
των κουνουπιών.



Τετάρτη, Απριλίου 06, 2005

ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ ΑΛΛ' ΕΓΕΙΓΕΡΤΑΙ.....

ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Όταν φουσκώσαν επί τούτου τα μπαλόνια
Των ευγενών αεροστάτων
Αντέδρασαν οι ελπίδες
Που, ως συνήθως,
Πριν απ’ τον απόπλου
Φτεροκοπάν στην πλώρη
Κι όλο χαρές
Από κατάρτι σε κατάρτι……

Έτσι τραχύνονται
Και οι γεύσεις,
Όλο μπαχάρια και αλάτι.

Διότι ο θαυμασμός δεν επιτάσσεται.
Απλώς ανήκει
Στους θριάμβους.



ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Ανέστη επιτυχώς.
Αυτό αρκεί και μόνον,
Να διατάξει τα ψαρόνια
Σε μαθηματικώς εξαίρετους σχηματισμούς.

Το πριν και το μετά τα αποβάλλει η γλυπτική.

Προσήλωσις-το ξεύρουν οι εραστές-
Είναι η σταυρική εγκαρτέρησις
Κι ο πόθος ν’ αρμενίζει….

Ακρίβεια ζητούν
Αυτοί που τελικώς
Είναι προορισμένοι
Στο Μυστικό τον Δείπνο
Να φέρνουν τον λογαριασμό.




ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η κόπωσις,
Αν και τριτόκλιτη,
Το τρία το μισεί.
Θα προτιμούσε δεύτερη
Ή έστω πρώτη
Να έχει επέλθει.

Έχει να επικαλεστεί
Την ματαιότητα και την ανία
Που πρόθυμες,
Της στρώνουνε το δρόμο βάγια,
Να περάσει
Καβάλα στο γαϊδούρι.

Προόρισται να έπεται….



ΣΧΟΛΙΟΝ IV
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ηυξήθη και επληθύνθη το θείον,
Με τ’ άρμπουρα,
Τους κεχαγιάδες (χίλια πρόβατα),
Τ’ αυξητικά τελώνια.

Ως εκ θαύματος, τάχα,
Ανεβόησαν οι πυλωροί:

«Οι ωριμάζοντες
Κατόπιν προσκλήσεως,
Οι ανατέλλοντες
Επόμενοι παννυχίδος,
Οι ευέλπιδες
Άνευ του τράγου,
Δεν αγρυπνούν.
Απλώς εντάσσονται
Κι εν τέλει
Καταστέλλονται».

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Περάσματα

Μια ώρα πριν,
ίσως μισή,
προτού η άνοιξη να ‘ρθεί,
περνούν απ’ το στενό μου
ζυγιά – ζυγιά
κιθάρα με ακκορνεόν,
αμάξι με σαμπγούφερ,
αυτοί οι άθλιοι κανταδόροι:
Οι αδίκως ατυχήσαντες
και οι αδίκως ευτυχήσαντες.

Εν τέλει,
πάντοτε και στην ώρα του
έρχεται
το άνθος,
με τον καημό στο χέρι.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2005

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΚΕΤΗ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ

ΥΛΙΚΑ
Γλώσσα δημώζουσα και παρηχούσα
μέτρον δεκαπεντασύλλαβον ιαμβικόν


ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άμεση.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Σε βαθύ μπλογκ


Τα πιάστρα τ' αλυχτόδετα με τους μακρυούς φορτάδες
ολονυχτίς τα γιορτινά σολεύγανε τα ρίκια,
τα ρίκια πού 'χαν δυο σβουρνιές σε κάθε μοσχοκάλι
και στα ζερβά μια σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Ωρ' τί θωρρείς τη σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Θωρρού τηνε που ναι βαρειά, και πραίνω της τ΄ αλέφι.
Του λόγου δεν απόσουσε, του λόγου δεν απόπε,
τρεις μπροστονοί του ρίχτηκαν κι οι τρεις ξεμπροστιασμένοι,
κι απ την πολλή τη μπροστισιά, σχόλασ' ο Νικολάκης.

.............κλπ

Το ανάλογο, πλην πρωτότυπο στην σύλληψη, έχει δημοσιευτεί σε ανάλεκτα του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1976;. Αν θυμάμαι του ΑΜΠΑΤΖΗ-λάθος, του ΣΧΙΝΑ, με τίτλο Ο ΓΑΒΟΥΝΕΣ Ο ΜΑΜΟΥΝΕΣ ΚΙ Ο ΠΑΣΤΡΟΚΩΛΑΡΑΚΗΣ, αλλά μάθετε κάτι, οι νέοι αναγνώστες:
Ως νέοι, μη δανείζετε βιβλία σε άλλους νέους, γιατί ως γέροι δεν πρόκειται να τα έχετε και να, όπως εγώ σήμερα θα τα αναζητάτε........

Τώρα πια θυμάμαι τους δύο μόνο πρώτους στίχους:

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές κι ο Παστροκωλαράκις,
μες στο βουρκί του Μπιθουλιάν ολημερίς χλιχλίβαν..........

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ

Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια.
Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσες και κανείς για το πώς να μαγειρέψεις τα ίδια τα μακαρόνια.
Υπερόπτες σεφ.

Τα μακαρόνια είναι τίμια. Κυριολεκτικά. Κάποιοι τα ετυμολογούν από την λέξη μάκαρ. Και αιτιολογούν την ετυμολογία από το γεγονός ότι στην Magna Grecia τα μακαρόνια υπήρξαν, λέει, επιμνημόσυνος τροφή. Κόλλυβα.

Λοιπόν, τα μακαρόνια θέλουν όσο – ακριβώς – βράσιμο προβλέπει η παρασκευάστρια εταιρία. Μην ξεχάσετε πριν τον βρασμό να ρίξετε μια κουταλιά της σούπας αλάτι, αν και αυτό το θεωρώ ταμπού, είτε ρίξετε, είτε όχι, ουδεμία σημασία έχει. Σημασία έχει ο λιπασμός. Όχι βούτυρα, φυτίνες, κρέμες και ασυδοσίες. Λαδάκι. Αλλά πότε;
Όταν βράσουν, μισοστραγγίζουμε και αφήνουμε λίγο νεράκι μες στο τσουκάλι με τα μακαρόνια και ρίχνουμε το λάδι, με το μάτι, αλλά όχι πάνω από πέντε κουταλιές. Ανακατέβουμε, με την ξύλινη πηρούνα και στραγγίζουμε τελικά.
Από ‘ δω και πέρα εξαρτάται από τη σάλτσα, το πώς θα συμπεριφερθούμε.
Αν η σάλτσα έχει λιπαρά καθόμαστε φρόνιμα. Αν πάλι η σάλτσα έχει λίγα, έως καθόλου λιπαρά (σε επόμενο μάθημα θα σας μιλήσω περί αυτών), τότε ρίχνουμε λίγο λαδάκι ωμό από πάνω.
Έτσι φτιάχνονται τα ωραία μακαρόνια, όπως αυτό το ποίημα:


ΑΓΑΘΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Τα βλέφαρα
εθήλαζαν το φως
και οι σκιές
ανέπτυσαν
το λάγνο άρωμά τους,
έθαλλαν και ελίσσονταν τα πόδια
αποκαλύπτοντας καλλίγραμμες
θεσπέσιες υποσχέσεις….

Κάποιες στιγμές
η οχλαγωγία
ορμούσε πεινασμένη,
γιατί πανάρχαια λεία της
είναι η ένταση,
την ώρα
που αμέριμνη πίνει νερό
από τα διψασμένα βλέμματα.

Τότε κι ο χρόνος
αποδρά μέσα απ’ τους τοίχους,
εντείνοντας τη δύναμη
της προσμονής.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2005

ΠΕΡΙ ΓΝΑΘΟΥ 1


Καθώς αναζητούσε
στον Παρνασσό ορειβάτης
ο όμιλος των ποιητών τη γλώσσα,
ευρέθη αιφνιδίως
εν μέσω κυνοδόντων,
κοπτήρων και γομφίων
και τραπεζιτών.
Εδόθη μάχη φονική
και έπεσαν μέχρις ενός.
Βαρύς χειμώνας σκέπασε τις χλαίνες τους,
αιώνια περιφρόνηση,
δίκαιη ανταμοιβή
για την πενία τους.

Το σούρουπο,
απλώθηκε στις ράχες
νωχελικός σκοπός από κουδούνια.
Κατέβαιναν στα χειμαδιά
τα ζωντανά τα έρμα,
ξοπίσω σέρνωντας
την πάχνη και το το χιόνι
-ώρα το γνέσιμο να πιάσουν οι γρηές
κι ο χρόνος ν’ αποκοιμηθεί.

Εκ παραλλήλου,
εντός ψυχρού ιατρείου
με υπόφαιους τοίχους,
ο οδοντίατρος
διέγνωσε:
“μόλυνσις, επιμόλυνσις,
κύστις και οίδημα
ίσως και φλεγμονή”.

(Παλιά τους έλεγαν αλμπάνηδες,
γιατί προτίστως ήτανε κουρείς-
τρισάθλια φάρμακα,
εμπόριο βρεφών,
άσπλαχνες μάνες,
κοντά κι οι δικηγόροι)

Κι ακόμα πιο τρισάθλιοι
οι φρονιμίται,
το "μεταξύ της αχρηστείας και του πόνου".

-Τι άραγες υπενθυμίζουν;

Η νιότη θα χαθεί,
ο μαρασμός
είναι το μέλλον των ανθέων,
την ηρεμίαν διαδέχεται
η τρικυμία
και τούμπαλιν.

Μεταξύ μας,
η εξαγωγή οδόντων,
ίσως επέλυε
το χρόνιον πρόβλημα
της εθνικής οικονομίας.





Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2005

ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ 2

Θα καταπλέουν…
στην πλώρη τους,
βόστρυχοι γαλανοί του ανέμου
χαίτες κατάλευκων αλόγων
τα κύμματα.

Τα πλοία του Ήλιου.

Πανάθεμά τους,
σκαριά που φτιάχνουνε
με τα καλάμια
με τη λάσπη
και τα ξόρκια
οι αραπάδες.

Λιμάνι,
λαϊκή αγορά,
βουή,
διαλάλημα.
Γυναίκες στοργικές
με φουσκωτές κοιλιές
έρχονται να διαλέξουνε
ψυχές,
που θα ενσαρκωθούν…..

Το άχτιστο φως,
λευκό σκοτάδι κι αγαλλίαση.
Κι ύστερα αγκαλιά και γάλα……

Ήρθε κι μάνα του Γλεν Γκουλντ
και διάλεξεν εμένα………….

από ανεκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2005

ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ 1

Όταν πεθάνω,
πρώτος απ’ όλους,
θα με υποδεχτεί ο Αλμπένιθ.
Αυτός ο δαίμονας
με το εξαίσιο θήτα-τελικό
-το προαιώνιο γράμμα-
φίδι που τρώει την ουρά του.

Εκεί, να στέκει θριαμβευτής,
αμείλικτο επιτέλους τον ακούω
να λέει: «Ολόκληρη ζωή,
πιάνο δεν έμαθες,
δέξου σα λύτρωση
το θάνατό σου……..»

Και θα τον βλέπω σιωπηλό
να σκέφτεται
(ευγενικά, μη με πληγώσει):

«Για δες κάτι ζωές…….
μισές δουλειές……..».

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 4

Τα λόγια
μιας τυχαίας εκλογής
-γιατί τα φύλλα
πάντοτε θα θάλλουν,
είτε στις εξοχές,
είτε στις συστοιχίες των λεωφόρων,
ακόμα και στα πεζοδρόμια
των παραμελημένων συνοικιών,
αλλά προπάντος
στα χέρια των χαρτοπαιχτών-
μας καθορίζουν
ίσως.

Γιατί αλλιώς
ματαιοπονούν
οι γρηές με τα λιβανιστήρια,
νύχτα-μέρα, νύχτα-μέρα…..
Και τα παιδιά
που πάντοτε παιδιά θα παραμείνουν,
απ’ τα χαράματα φορούνε τις σκιές τους,
μέχρι να πέσει το σκοτάδι
και ν’ ακουστεί η επιτακτική φωνή,
η ίδια φωνή που πόσες Κυριακές
τους έκλεψε τον ύπνο-
“ξύπνα να πας στην εκκλησία”.

Αυτά τα λόγια
που θα πάρουν κάποτε μορφή
ερωτικής κραυγής,
ή θ’ αναβλύσουν
τον ειρμό της όποιας θείας σοφίας,
άραγε να προήλθαν
απ΄το αρχέτυπο μιας προαιώνιας γλώσσας
που θα μας πνίξει μες στο σάλιο της
και θα μας καταπιεί;

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 3

Ανάθεμα στον αίτιο…..

Πάντως κατά τους ειδικούς
μάλλον επρόκειτο για έκρηξη
πολύ μεγάλη!

Και ως συνήθως
πρώτοι έφτασαν οι δημοσιογράφοι.
Αυτοί πάντα τα λένε με δικά τους λόγια
(και ζούνε πάντοτε το “δράμα”
μέσ’ από τα δικά τους λόγια).

Κατόπιν των γραφών
(πρωί, ξημέρωμα της Κυριακής
μετά από ξενύχτι,
στην Ομόνοια
για ‘φημερίδες)
αρχίζουν οι διαδόσεις…..:

-Το φίδι έφταιγε.
-Όχι, αυτή η πουτάνα.
-Μα τί λέτε βρε παιδιά
κι αυτός ξενύχταγε,
δεν κοίταζε την οικογένειά του
και επιπλέον του αρέσανε τα δαγκωμένα μήλα.
-Και να σκεφτεί κανείς
πως πέντε μέρες πριν
ήτανε όλα τόσο ήσυχα…..

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 2

Η εξάλειψη του μύθου
ήταν μια διαδικασία
εξευτελιστική.

Λες κι ένα απόγευμα του Αυγούστου,
σε κάποιο δρόμο,
γεμάτο πολυκατοικίες του πενήντα
κι ενώ η βουή της πόλης παραθέριζε,
η ανθρωπότητα ντυμένη ένα λινό κουστούμι,
τα βήματα της έσυρε ως την αίθουσα
αναμονής
γνωστού στους κύκλους ψυχαναλυτή,
-παλιομοδίτικα έπιπλα μπαμπού,
καλάθια με περιοδικά,
φυτά χώρου
και βουβοί ασθενείς………
Ύστερα,
με παραίτηση
πέρασε στο ιατρείο,
με τη βαρειά βιβλιοθήκη,
το ασήκωτο γραφείο,
τις γερασμένες πολυθρόνες,
τα κάδρα που δακρύβρεχτα ατενίζουν τη φθορά
και το κρεββάτι
με την τριμμένη επένδυση από δέρμα
-συνήθως έτσι παρακμάζουν
τα αξιοπρεπή ιατρεία,
αισθητική προέκταση
της καθημερινά συσσωρευόμενης
ευμάρειας του ιατρού.

Εκεί
κατέθεσε τα όνειρά της
και επιπλέον
πλήρωσε την επίσκεψη.


από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1

Το διαρκές, αμείλικτο
βλέμμα του Χρόνου
- μάτια μισόκλειστα,
χείλη λεπτά,
λίγο προτού φορέσουνε τη μάσκα
του υπομειδιάματος
και μιά, σχεδόν προαιώνια τάση
για παχυσαρκία-
μας εποπτεύει.

Είναι αυτό που η όρασή μας,
το λέει “σκιά”,
ή "ανάσα του ήλιου πίσω μας",
κι εμείς οι ματαιόδοξοι,
φωτιές ανάβουμε τις νύχτες,
χυδαία επίδειξη
ενός αρχαίου λαφύρου
που έκλεψε ο Προμηθέας
απ’ τα οράματα των φόβων μας.

Αν δεν υπήρξαν οι θεοί,
ούτε ο Θεός υπάρχει,
αλλά ποιός δίνει τώρα σημασία
σ’ ενα στημένο αγώνα πάλης
που διεξάγεται
στα καταγώγια των αισθήσεών μας.

Του πρόσκαιρου
η υδάτινη υφή
μας διαβρώνει.

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη




οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)