Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Απριλίου 26, 2014

ΕΑΡ

Χίος, Καλαμωτή, Κρινιάρικα
26-4-2014

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013

το Πανηγύρι τ' Άγιου Νείλου

Οδός Γεωργίου Θεοτόκη, Πειραιάς, Άγιος Νείλος, 12 Νοεμβρίου 2013

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013

Πριν ή μετά

Απλάδα Καλαμωτής Χίου, 28η Οκτωβρίου 2013

Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013

Ο μυστηριώδης κύριος με την καπαρντίνα


 Η οδός της ταβέρνας «Σπυρίδωνος Τρικούπη». Διόλου τυχαίο το ότι ο κύριος περί του οποίου ακροθιγώς θα ομιλήσω ήτο στρογγυλοκέφαλος, φαλακρός, ίδιος ο Χαρίλαος Τρικούπης στα νιάτα του, υποθέτω, όπου το μαλλί του είτε βαμμένο, είτε από φυσικού του θα ήταν μαύρο.


Δίπλα από την ταβέρνα του μυτάκια υπήρχε και ένα κουρείο. Ο κουρέας δεν λεγόταν Γεράσιμος, αλλά Δημήτρης. Το ότι όλοι οι κουρείς ονομάζονται Γεράσιμοι ήταν μια κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη παιδική μου γενίκευσις καθότι τον κουρέα που συνήθως με πήγαινε ο παππούς μου τον έλεγαν Γεράσιμο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου βέβαιος αν αποτελούσε παιδαγωγική πρακτική του παππού μου κατά της δυσλεξίας μου, ενίοτε να με πηγαίνει για κούρεμα στου Δημήτρη, αντί στου Γεράσιμου στο στενάκι της Κανθάρου, εκεί στην στροφή του Βρυώνη (οι παλιοί Πειραιώτες το ξέρουν το μέρος, διότι υπήρχε και ομώνυμος στάσις – όχι του Νίκα, των λεωφορείων). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μετά από  ένα- δυο κουρέματα στου Δημήτρη, κατάλαβα ότι οι κουρείς έχουν και άλλα ονόματα –αυτό που με μπέρδευε ήταν ότι ο Γεράσιμος είχε ένα αφεντικό που τον έλεγαν Μήτσο. Και πιο πολύ με μπέρδευε αυτό το «Μη», η πρώτη συλλαβή του Μήτσου, ομόηχος με το «Μι» του Μιχάλη – άργησα πάρα πολύ να μην θεωρώ ότι Μιχάλης και Μήτσος είναι το ίδιο όνομα. Για τελείως ανεξήγητους έως τώρα λόγους εξακολουθώ να θεωρώ ότι το όνομα Αντώνης είναι ισοδύναμον του Χαράλαμπος.


Η ταβέρνα του Γεωργίου Πολυκανδριώτη «Η Μύκονος» ευρίσκεται ακόμη, ερείπιον, γωνία Αντωνίου Θεοχάρη και Σπυρίδωνος Τρικούπη, στον άγιο Νείλο – Πειραιάς, ΤΚ 18538.  Το «μυτάκιας» ήταν παρατσούκλι, ουδεμία σχέσιν έχον με μεθόδους προσλήψεως απαγορευμένων ουσιών. Η μύτη του, απλώς,  ήτο όχι μεγάλη, αλλά παραδόξως εξέχουσα. Αξιοπαρατήρητη. Είχε και μουστακάκι, όπως και μαλλί μες στη λίγδα από τους ατμούς των κατσαρολιών του, παρότι μαγείρισσα ήταν κυρίως η μάννα του, γραία με γάμμα κεφαλαίο, τις τρίχες της  οποίας απαραιτήτως τις βρίσκαμε σε κάθε πιάτο. Αυτός ξαναζέσταινε τα φαγητά και τα σερβίριζε.

Οι Μυκονιάτες, εξού και "Η Μύκονος", έχουν εκ παραδόσεως έρωτα με τα ωδικά πτηνά. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κλουβιά, και το εκσφενδονιζόμενο καναβούρι των δαιμονίως κελαδούντων σπίνων, καρδερίνων και γαλιάνδρων επί ίσοις όροις συναγωνιζόταν τις τρίχες της μάνας του στα πιάτα μας.

Τρία ήσαν τα μυστήρια της ταβέρνας αυτής, των οποίων οι μυθώδεις αφηγήσεις μάλλον την προστατεύουν ακόμα από τις μπουλντόζες – αν και τώρα με την κρίση, ακόμα και γωνιακόν οικόπεδον καθίσταται ασύμφορον, συντελούντων οπωσδήποτε και των κληρονομικών, καθότι ο μυτάκιας ήτο άκληρος.

Το πρώτο μυστήριον είμεθα αυτοί ημείς οι πελάται του. Κάποτε ένας ταξιτζής με το αγώι του μέσα στην κούρσα, σταμάτησε και μπήκε, έβρεχε κιόλας, μέσα και παρήγγειλε μια κούπα. Την ήπιε κι έφυγε. Μέρα μεσημέρι. Ανακατεμένοι όλοι, γείτονες φτωχολογιά, φοιτητές, ξεροσφύρια. Το δεύτερον μυστήριον ήτο ο ίδιος ο ταβερνιάρης. Όλοι το σχολίαζαν, αλλά και ήτο απολύτως και μάλιστα καθημερινώς επιβεβαιούμενον, το ότι κάποιο είδος όρκου ή τάματος του απαγόρευε να περάσει τα όρια του πεζοδρομίου του. Σκούπιζε τα ρείθρα καθημερινά αλλά ποτέ δεν κατέβαινε  από το πεζοδρόμιο. Ο χασάπης, ο μανάβης, ο καρβουνάς, του κουβαλούσαν τα απαραίτητα αυτοί, αυτός ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά τους. Του τα ‘φερναν και τους πλήρωνε από τον μπεζαχτά, πάντα μέσα στην ταβέρνα. Η κορυφαία επιβεβαίωσις ήτο ο κυρ-Δημήτρης ο κουρέας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι κι αφού έκλεινε το κουρείο του, ερχόταν και τον κούρευε, τον ξύριζε και τον συγύριζε μέσα στην ταβέρνα, γύρω στις 4 η ώρα που είχε πια σπάσει η δουλειά. Το τρίτον μυστήριον ήτο αυτός ο κύριος. Ο στρογγυλοκέφαλος. Ο νοικάρης. Έμενε σε ένα δωμάτιο πίσω από την ταβέρνα, το οποίο δεν είχε αυτόνομη είσοδο. Η είσοδός  του - και ως εκ τούτου και η έξοδος - επραγματοποιείτο δια της ταβέρνας - το ωράριον λειτουργίας της οποίας κατά κανόνα  ευρύτερον του ωραρίου εντός του οποίου συνετελούντο οι είσοδοι και οι έξοδοι του μυστηριώδους φαλακρού στρογγυλοκέφαλου. Μονίμως μάλιστα φορούσε μία μπεζ καπαρντίνα. Το «μονίμως» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Πρόκειται μάλλον για ελλειπτική σειρά ντεμί και φουλ χειμερινής σεζόν εντυπώσεων, μιας και η παρέα μου τα καλοκαίρια δεν συχνάζαμε στου μυτάκια. Για τις ελάχιστες μεταμεσονύχτιες επιστροφές του, όπου η ταβέρνα είχε κλείσει, ο μυστηριώδης φαλακρός στρογγυλοκέφαλος κύριος χρησιμοποιούσε το κλειδάκι του. Άνοιγε το λουκέτο, ανέβαζε τα ρολά, έμπαινε μέσα, τα ξανακατέβαζε και επειδή ήτο αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε,  να ξανακλειδώσει, άφηνε ξεκλείδωτα.





Ο Μυτάκιας, όταν πια "αποχαιρέτησε" η μάνα του, τα μάζεψε, κλείδωσε την ταβέρνα και για πρώτη και τελευταία φορά πάτησε από το πεζοδρόμιο του στο δρόμο. Ίσως και να μην πάτησε τον δρόμο, αλλά από το πεζοδρόμιο να δρασκέλισε και να μπήκε μέσα στο φορτηγάκι που μαζί με τα υπάρχοντά του (μια βαλίτσα θα ήτανε και οπωσδήποτε πάνω από είκοσι κλουβιά με σπίνους, καρδερίνες και γαλιάντρες)  τον πήγε μέχρι το καράβι για Μύκονο ανεπιστρεπτί. Εικάζω ότι ο μυστηριώδης φαλακρός, στρογγυλοκέφαλος νοικάρης είχε προηγηθεί εξελθών.

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013

κρητικόν επιδόρπιον με σοκολάτα

για τον κουκουζέλη με την ευχή μου με την συνταγή αυτή να επιτύχει τα πάντα.

Ώσπου να πας μια δρασκελιά, η δρασκελιά σε πάει
κι ώσπου να πεις ξεμάκρυνα, σου ξεμακραίνει ο λόγος,
κι ώσπου το «και» και τ’ «ώσπου και» να σου το «να»  και τ' «ώσπου».



Η συνταγή για την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη είναι:

 Σε ένα μπρικάκι:
Δυο στάλες ουίσκι.
Δυο κομμάτια σοκολάτα κουβερτούρα Παυλίδη.
Μια πρέζα αλάτι.
Μια πρέζα πιπέρι πολύχρωμο.
Ίσα- ίσα κανέλλα και ίσα να πιάσει πάνω στο δάχτυλο σαλέπι (αυτά και να μην τα βάλεις δεν πειράζει).
Ζεσταίνεται κι ανακατεύεις.
Λίγο - ελάχιστο νεράκι.
Ανακατεύεις και γίνονται ένα.
 Βάζεις από κάτω παγωτό βανίλια και πάνω του τρίβεις μπισκότο (τα καλύτερα είναι τα σναπς δημητριακών Δερμίση, από βρώμη και μέλι).
Περιχύνεις την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη.
Σερβίρεις και φάε τα (με βότκα, ουίσκι ή ρακή).

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2013

Ο άλλος φυστικάς.

Αυτός ήταν από τα νιάτα του σαν τον Ουόλτερ Ματάου. Φαντάζομαι , άι μπηλιήβ που λένε, ότι και ο Ουόλτερ Ματάου στα νιάτα του θα ήταν όπως ήταν στα νιάτα του. Τώρα το γιατί το περιεχόμενο του ρήματος  "φαντάζομαι"  το συγχέω με την πίστη, είναι άλλο καπέλο και δεν το εξηγώ. Ένα άλλο ζήτημα που επίσης με απασχολεί είναι γιατί τα άνω εισαγωγικά τα έχουμε τόσο πολύ λανσάρει εις βάρος των κάτω εισαγωγικών. Αλλά σήμερα είμαι τελείως ντεφορμέ για τέτοιες εκλεπτύνσεις.

Αυτουνού λοιπόν του φυστικά οι δουλειές τού ανοίξανε στα γεράματα. Διότι νέος (όταν κι εγώ ήμουν παιδάκι) σαν τους άλλους φυστικάδες έκανε βόλτα με μια καλαθούνα στο χέρι. Η λέξη καλαθούνα είναι χιακός ιδιωματισμός, τουλάχιστον εγώ εκεί πρωτάκουσα την λέξη. Αλλά μπορεί και να σφάλλω, ως συνήθως. Κατά καιρούς, και ποτέ δεν έμαθα το όνομά του,  είχε μουστακάκι ντούγκλα , όπως ο Douglas Fairbanks. Επίσης, είχε κρεμαστά βαριά τα βλέφαρα μονίμως, σαν μεθυσμένος -κάπως λέγεται αυτή η πάθησις.  

Στα νιάτα του πούλαγε και  μυγδαλάκι χιώτικο, το οποίον και είναι είδος εποχιακόν. Τέλος καλοκαιριού με φθινοπωράκι. Τότε πούλαγε και τα τσίκουδα, αυτά  τα πετρόλ πράσινα μικρά μπιλάκια, μισό πόντο διάμετρο, αρεστά στους γνώστες, Χιώτες επί το πλείστον, τα οποία απολαμβάνονται εις δύο στάδια: πρώτα τρως και γεύεσαι το μαλακό εξωτερικό τους περίβλημα και μετά σπας με τα δόντια το κουκουτσάκι τους και γεύεσαι και το μέσα. Χασομέρι ανώτερον του πασατέμπου.

Τον υπόλοιπον καιρόν,  πούλαγε ό, τι και οι άλλοι . Αλλά κατά παράδοξον τρόπον επεβίωσεν του μιλένιου. Όχι ως άνθρωπος, αλλά ως φυστικάς. Όταν οι άλλοι φυστικάδες ήδη πουλούσανε φυστίκια και μάλιστα «τύπου Αιγίνης» συσκευασμένα σε σελοφάν, αυτός είχε ξεφύγει από την καλαθούνα. Είχε διπλά καλάθια  πάνω σε καροτσάκι. Είχε απαλλαγεί από την ανομολόγητη τενοντίτιδα την οποίαν υπέφερεν το σινάφι του, και ως άρχων φυστικάς, κατά το άρχων Πρωτοψάλτης της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εγύριζεν την βόλτα του και μάλιστα αυτός ήτο Πειραϊκής, Ζέας, Πασαλιμανίου και πλατείας Αλεξάνδρας.



Τον πέτυχα υπέργηρον πέρσι ή πρόπερσι. Πουλούσε Γενάρη μήνα, «μυγδαλάκι χιώτικο».

-Πάρε…
-Πόσο το ΄χεις;
-Πέντε ευρώ το σακκουλάκι.
-Ακριβά το ‘χεις.
-Ξέρεις πώς κάνουν στα εφοπλιστικά γραφεία για δαύτο;

Δυο καλάθια της τροχηλάτου ιδιοκατασκευής του γεμάτα φρέσκο μυγδαλάκι εκτός εποχής. Είχε, φαίνεται, μεταξύ εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνος αποκτήσει και ψυγείο. 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Ο τρόμος του Έλληνα

Ο Έλληνας ήταν φυστικάς. Έλληνας το βαφτιστικό του. Μικρασιάτης, σύζυγος Υδραίας. Μακρινός ξάδερφος της αδελφής της γιαγιάς μου, της Πιπίνας. Η γιαγιά μου χαϊδευτικά την φώναζε Πιπίνιζα. Κι όταν παραγεράσανε, αν και μικρότερη η ίδια, τήνε συμβούλευε: «Πιπίνιζα, καλό μου κορίτσι, μην πίνεις παπακόλες. Τρυπάνε το στομάχι».

Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.

 Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») -  εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.

Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.

Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Η Τέχνη της Φουγκέτας

Η Φουγκέτα ανάμεσα στα Παλικάρια και τα Φραϊστίρια.



Η φωτογραφία είναι από την Βιβλιοθήκη του Κοραή. Τμήμα λαογραφικών εκθεμάτων του Μουσείου Αργέντη που στεγάζεται εκεί.  .
Χιακά λαϊκά μοτίβα κεντημάτων.



Καλή αφορμή για σύνθεση αντιστοιχώντας νότες ή μοτίβα με τα σχήματα και τα χρώματα. Προτίμησα μια βιαστική λύση γι' αυτόν τον σκοπό: το πρόγραμμα AudioPaint του Nicolas Fournel. Για φθογγική ύλη χρησιμοποίησα μια σκάλα του Al Farabi. 

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Έχω να βγω.... (ζήτημα ανά-εκ-συγχρονισμού / ημιπολιτικόν)

Στον Σταμ (τέως και Hamarn Papeerte).... λαογραφικόν παράθεμα εκ συζητήσεώς μας μετά ποτού.


-Έχω να βγω δυό μέρες...

-Πιπίνιζα, κανονικά πρέπει να βγαίνεις δυό φορές τη μέρα. Αν δεν μπορείς να βγεις, να βάλεις λίγο σαπούνι .... ξέρεις. Και μην πίνεις τόσα τσάγια. Πρωί-πρωί πίνεις τσάι και θέλεις μετά να βγεις; Πιές λίγο καφέ...

-Φωτείνιζά μου, ο καφές... δεν τον μπορώ πρωί-πρωί.

-Ε, γι αυτό σφίγγεσαι.....


........

Δεν πρόκειται για συζήτηση που αφορά [σ]τα Starbugs. Η ανωτέρω διαπραγματευομένη έξοδος εγγίζει αρχιτεκτονικόν ζήτημα: Οι παλαιές κατοικίες, οι προ του '50 (1950), των λαΐκών συνοικιών, φερ' ειπείν της Καλλιπόλεως ή του Αγίου Νείλου και του Χατζηκυριακείου,  (απ' τις καλούτσικες εν συγκρίσει με την επίζηλον Καστέλλαν του Πειραιά) - φαντάσου τις άλλες - είχαν τον "απόπατο" στην αυλή.

Απόπατος εκ του "αποπατώ", δηλαδή "αποφεύγω να πατήσω" .... για να μην λερωθώ - παρεμφερές το: "όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί":  Η  τουαλέττα (WC) .... εξωτερικώς του συστήματος των δωματίων της κυρίας οικίας.

Σπεύδω να παρέκβω και εις άλλην  μίαν διευκρίνισιν: Στα θηλυκά ονόματα το πρόσφυγμα "-ιζα" αποτελεί ανάμνησιν αρβανίτικης διαλέκτου: Πιπίνα (υποκοριστικό του Δέσποινα)-Πιπίνιζα, Φωτεινή-Φωτείνιζα, Ελένη-Ελένιζα, άπερ σημαίνουν Δεσποινούλα μου, Φωτεινούλα μου, Ελενίτσα μου ... και αυτό το τελευταίον "ίτσα" είναι τσιτακισμός του "ίζα" με κατάβασιν του τόνου.

"Έχω να βγω δυο μέρες" δεν είναι έκφρασις απογνώσεως  αμοίρου κλάμπινγκ. Ομολογεί δυσαρέσκειαν σωματικήν: δυο μέρες αποτυχίας στον (του '50 ... και πριν) απόπατον.


Τρίτη, Μαΐου 03, 2011

Πατωσά, τρία τόξα

Πατωσά, Καλαμωτή, Χίος (Πάσχα 2011)













Ωχ Αντζερού μου, σού 'λεα, ξαθή και μαυρομάττα,
Μεσ' αυτή την πατωσά, μη πορπατείς ρηάτα.










Πατωσά: (<πατωσία: δρόμος, οδός / πάτος, πάτησις, πατισμός. Πάτος: η πεπατημένη οδός, δρόμος).
ρηάτα: (<ρηγάτα, εκ του rex, regalis, ηγεμονικώς, βασιλικώς, περήφανα).

από  "Το Χιακόν Γλωσσάριον", Α.Γ. Πασπάτης, 1888 Τυπογραφείον Αδελφών Περρή.

Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2010

Η Παναγιά η Μαγαζιώτισσα




....... σε ομώνυμη  πάροδο της Απλωταριάς (εμπορικός δρόμος), Χίος. Πήρε το όνομά της με το μεγάλο σεισμό τού 1881 (τον "Χαλασμό") - όλα τα μαγαζιά τής Απλωταριάς έμειναν ανέπαφα. Τώρα, με το ΔΝΤ αναμένεται το θάμα της ....

Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Υποκελευστής στον Αβέρωφ

Προπολεμικά. Μεσοπόλεμος λέγεται, αλλά όση είναι η σχέση διασημότητος μεταξύ Αχιλλέως και Νεοπτολέμου, άλλη τόση είναι η σχέση Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεσοπολέμου, εξ ου και τον δεύτερο μπορείς να μην τον γράψεις με αρκτικό κεφαλαίο. Οπότε καλύτερα να λέμε «προπολεμικά».

Ο Περδικούρης είχε πάρει άδεια μιαν βδομαδούλα. Κληρωτός. Επέστρεψε μετά δύο μήνες και την ΕΔΕ διεξήγε ο παππούς μου.
-Τι να σας λέω τώρα κύριε υποκελευστά; κρασάκι, λατερνίτσα, δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις...

Η απολογία τού Περδικούρη κατέστη δι' εμέ παροιμιώδης απ' τους μορμύρους τού παππού μου που αξημέρωτα έχοντας ξυπνήσει για να φτιάξει την καθημερινή του σκορδαλιά, κοπανούσε με το ξύλινο γουδοχέρι τις σκελίδες μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και λάδι μπόλικο– στο νερό έκανε οικονομία, διότι ως μανιάτης εγνώριζε την έλλειψή του, αλλά το λάδι όταν έπεφτε, έπεφτε άφθονο- και ως εκ καταγωγής εραστής τού οκτασυλλάβου, το εμοιρολογούσε:




Ηλία Δημαρόγκωνα
με το μεγάλο τ’ όνομα
Τ’ ήθες να πας στον Καρβουνά
για να θερίζεις γέννημα;
Η ώρα ήτανε εννιά
κι η εξουσία του μιλά:
……………
(δεν θυμούμαι το ενδιάμεσο, αλλά ο φυγόδικος Δημαρόγκωνας δεν παρεδόθη στο κάλεσμα της εξουσίας)
……………
Κι ο Καραγκούνης το σκυλί
διέταξε ο Ηλίας μου να σκοτωθεί.

Αυτό ήτο το μοιρολόγι τής αδελφής τού Δημαρόγκωνα, προσφιλέστατο στον παππού μου, όπως και το δίστιχο που ως συνέχειά του με το ίδιο παράφωνο μοτίβο τραγουδούσε παθητικώς, καθότι υπομηχανικός, σπουδάσας εις τον Προμηθέα:

Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι-ι

Το οποίον «τιμόνι-ι» διά της παρατάσεως της ληγούσης εμβολίαζε στον επτασύλλαβον  ιδέαν οκτασυλλάβου. Και δώσ’ του το γουδί.

Δι’ αυτόν τον λόγον, ο παππούς μου, συνταξιούχος-συνοψίσας, όταν η σκορδαλιά ετελειούτο, έπαιρνε μια κόρα ψωμί, την άλειφε, ταίριαζε πάνω και μια παστή σαρδελίτσα, και αλεκτορικώς (στην ώρα του), με ελάχιστον μελαγχολίας, αναφωνούσε:

-Κρασάκι, λατερνίτσα δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις…….

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Αραία-αραία

Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.

Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.

Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.

ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....

Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2005

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ

Μου τό 'λεγε ο παππούς μου, ο εκ της μητρός, ο εκ Μάνης:

(Για όσους δεν το γνωρίζουν, διότι δεν κατέχουν τα του Πειραιώς, προανακρούω: Ο ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) μανιατοκρατείται ανέκαθεν.)

Όταν γεννιότανε αγόρι, στη Μάνη, ο πατέρας έστελνε τηλεγράφημα στους εν Πειραιεί (στα Μανιάτικα, λόφος Βώκου) "ξενητεμένους" συγγενείς:

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ STOP ΚΡΑΤΗΣΑΤΕ ΔΥΟ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΛΠ STOP

Η μία θέσις ήταν για να εργάζεται και η άλλη ήταν αργομισθία.

Ε...., λοιπόν, ο Μπερεκέτης επειδή έχει μισό αίμα μανιάτικο, επειδή βαριόταν, παραιτήθηκε από την κύρια δουλειά του, πρωταπριλιάτικα. Έχει όμως και τρώει από την αργομισθία...........

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)