Τετάρτη, Μαρτίου 24, 2010

Τρία βρβρφρτθρούμπτθθθρρ (ο τιμονιέρης)

στους Λαμφύκ και Αντίπατρο

Τόνε θυμάμαι με κοντά χακί παντελόνια και ένα τιμόνι στο χέρι. Αν δεν ήταν τιμόνι θα ήταν κανένα λάστιχο από ποδήλατο με μικρές ρόδες. Κολοφών της δόξης του υπήρξε κάποτε ένα αυθεντικό, αυτοκινήτου κοκκάλινο, χρώματος καφέ με γκρίζα νερά. Λιγνός, αλλά με κάπως φαρδιά λεκάνη, σε παρέσυρε να τον βλέπεις ψηλό λόγω σωματότυπου. Πάντως το λίμιτ απ και το λίμιτ ντάουν του ύψους του εκυμαίνοντο μεταξύ 1,70 και 1,75. Κάτι όμως το μακρύ του πρόσωπο με τον ακόμα μακρύτερο προγναθισμό του – τραπεζοειδές σαγόνι – κάτι το σα να 'ναι τραβηγμένο μέτωπο, κυρτό όχι τόσο, όσο με ένα ευθύ γέρσιμο προς τα πίσω και τα μαλλιά του αχινός να προεκτείνουν το νοητό τόξο από το σαγόνι ως …. Ως πού;Ίσως ως εκεί που έφτανε το θαμπό, ίσα που ανέβλυζε από τα ξασπριμένα γαλάζια μάτια του, βλέμμα - τόσο περιορισμένο που έλεγες ότι δεν είχε καν όρια.

Έφερνε στο ψηλός κατά το ύφος. Και γύριζε τις γειτονιές, μεροκάματο. Του τρέχαν τα σάλια καθώς εμιμείτο τον ήχο του αυτοκινήτου (εαυτοκίνητο είναι μια κατάλληλη λέξη), βρβρφρτθρούμπτθθθρρ. Μύξες και σάλια. Χλωμός πάντοτε, αλλά ακάματος. Να 'χε και κάποιο δρομολόγιο; γιατί άλλες ώρες τον συναντούσες στο Χατζηκυριάκειο, άλλες στην πλατεία Σερφιώτου, άλλες στην Καρπάθου.... Έτρεχε, αν και γενικώς ήταν προσεκτικός οδηγός. Πιο νέος μπορεί να ήταν κάπως νευρικός, αλλά με το χρόνο οι κινήσεις του έγιναν έμπειρες και μετρημένες. Ιδίως στις στάσεις και στο παρκάρισμα με την όπισθεν. Τον έχω συναντήσει πάμπολλες φορές και όρθρου βαθέως και αργά το σούρουπο. Όχι πάντως μετά τις δέκα το βράδυ.

Αργότερα, στην ώριμη εφηβεία των τριάντα και – συνομήλικοι έδειχνε να είμαστε – φόρεσε κουστουμάκι. Η μάνα του πρέπει να τον πρόσεχε. Τον είχε καλοντυμένο και περιποιημένο. Καθώς μεγάλωνε το τιμόνι δεν το άφησε, πάντως. Είχε βρει ένα μικροσκοπικό πιο κομψό, ή ίσως του το είχαν δώσει κιόλας – πού να ξέρεις - ένα ξύλινο τιμονάκι διαμέτρου δεκαπέντε-είκοσι πόντων, ξεκολλημένο από κάποιο παροπλισμένο παιδικό αυτοκινητάκι. Και εξακολουθούσε τα δρομολόγιά του, παρότι με τον καιρό σοβάρευε. Σιγά-σιγά όλο και περιόριζε τα βρβρφρτθρούμπτθθθρρ μέχρι που τα ‘κοψε. Φόραγε (του φόραγε η μανούλα του;) και άφτερ-σέιβ. Πάνε και ... είκοσι χρόνια;

Απόψε πήγαινα στο γειτονικό κρασοπουλειό στη Φαβιέρου. Φαβιέρου και Χατζηκυριακού. Πήρα χύμα ένα κιλό καμπερνέ-μερλό από βαρέλι, κι άλλο ένα κιλό νουβό (βγάζουν στην Νεμέα νουβό..). 4€ το κιλό, μια και μιλάμε για δύσκολες μέρες. Πάνω από τις μισές ακριβές ετικέτες που έχω πιει δεν πιάνουν δυάρα μπροστά τους. Έχω κόψει το βραδινό [φαΐ]. Πίνω λίγο κρασί με μεζέ καρύδια. Σήμερα ήπια λίγο παραπάνω ακούγοντας παλιά δημοτικά. Τελευταίο άκουσα το «Τη μάνα μου την αγαπώ» του Ροδινού.

Σούρουπο καθώς κατηφόριζα για το κρασοπουλειό, περίπου όπως ψάχνεις για πίνακες του Βασίλη Σπεράντζα στις «Εικόνες» του Google και μέσω Σπεράντζας Βρανά πέφτεις πάνω στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πήγα να εκλάβω αυτό το σουλούπι για μεθυσμένο, έτσι όπως ανέβαινε αργά την ανηφόρα και ξεκίναγε-στεκότανε, ξεκίναγε-στεκότανε. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολη ανηφόρα η Φαβιέρου από Χατζηκυριακού προς Σαλαμινομάχων. Έπαιζε στα χέρια του ένα κινητό. Μισόκλεισα τα βλέφαρα - νυχταλωπία. Κουστουμαρισμένος. Τα βήματα του λίγο σαν πάπιας από την πλατυποδία. Και σαν κουρασμένος. Άναψε το καντράν έτσι όπως πασπάτευε το κινητό του και η μνήμη μου ανέστρεψε το τόξο που εσχημάτιζε η ελαφρά κύρτωσή του. Διασταυρωθήκαμε, και μόλις που πέρασε στο πλάι μου, ανέσυρα από τα βάθη ένα βρβρφρτθρούμπτθθθρρ και έγινε η αναγνώριση.

«Την μάνα μου την αγαπώ, τι νοιάζεται για μένα,
μα όμως δεν την αγαπώ, όσο αγαπώ εσένα».

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

Τι εστί συναναστρέφομαι:

:Είμαι ευθύς (άρα και μη ανεστραμμένος), και με το κλικ και τους συνδέσμους, και με το σχόλιο του ενός και σχολιάζοντας τον άλλον, όλοι μαζί ... τούμπα.
Το άλλο βέβαια είναι να μην το ευχαριστιέσαι όλο αυτό και να κρύβεσαι εις περιορισμένην μεν, κατά τα άλλα έκθεσιν δε, και να στοιχηματίζεις - κάποιες απ' τις πολλές φορές μάλιστα, ως εγωπαθής ρόκερ, που περιμένει από τη διαδοχή "τονική-δεσπόζουσα" να του βγάλει ήθος αναζήτησης το ντιστόρσιον της πεταλιέρας.

Εν είδει περιοχής Υπαπαντής,
με παστέλια και γαλακτομπούρεκα.

-Τον ηχολήπτη τον Κυριάκο, τον ξέρεις; ..... Αυτός κάνει "ΗΧΟ".

Σήμερα, πάλι θυμήθηκα τον παππού μου. Αύριο θα πάω πρωί-πρωί να πάρω μαύρο ψωμί και παστές σαρδέλες. Θα βγάλω από τρεις σαρδέλες το κοκκαλάκι σχίζοντάς τις στα δυο και θα τις βάλω στο λάδι, και κατά τις δέκα και μισή θα κόψω μια γκωνάρα απ' τη φρατζόλα, θα την σκίσω με το μαχαίρι στη μέση, θ' αλείψω λάδι την ψύχα και θα βάλω τις σαρδέλες μέσα, θα ζουμπήξω να ποτίσει και θα φάω σαν άνθρωπος.

Πέμπτη, Μαρτίου 18, 2010

ΑΝΑΜΟΝΗ .... μετά από ενάμιση χρόνο ...

... πέρασα να δω τι γίνεται η παλαιά μου σκήτη. Της έφερα κάτι για να την στολίσω, κάτι που περίμενα ενάμιση χρόνο (επίσης) για να πραγματοποιηθεί - μια καλή εκτέλεση και ηχογράφηση ενός έργου μου.

-Βίντεο, παρακαλώ ....

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)